Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Παπαδιαμάντης στη δημοτική, ναι ή όχι; Εντονη συζήτηση προκάλεσε στο συνέδριο Παπαδιαμάντη η ανακοίνωση του Σταύρου Ζουμπουλάκη





Αν θεωρούμε ότι τα κείμενα του Παπαδιαμάντη είναι σημαντικά, αν θεωρούμε ότι έχουμε ακόμη ανάγκη τα ζητήματα που θέτει, αν θεωρούμε ότι το έργο του έχει αποδέκτες, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη μετάφρασής του -υπό προϋποθέσεις- στη σύγχρονη ελληνική για χάρη των νέων αναγνωστών. Αυτά υποστήριξε -σε ελεύθερη απόδοση- ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, φιλόλογος και διευθυντής της «Νέας Εστίας», στη διάρκεια του Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου για τον Παπαδιαμάντη, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, ζωηρές αντιδράσεις από το ακροατήριο.




«Πληρώνουμε σήμερα το βαρύ τίμημα του γλωσσικού διχασμού», είπε ερμηνεύοντας το φαινόμενο οι νέοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν κείμενα της λόγιας παράδοσής μας, «κυριολεκτικά χθεσινά». «Φοιτητές των πολιτικών επιστημών δυσκολεύονται να διαβάσουν άρθρα σε εφημερίδες των αρχών του 20ού αιώνα για τις εργασίες τους. Όλο και περισσότερα θα γίνονται τα πρόσφατα κείμενα τα οποία δεν είναι αναγνώσιμα από τις νέες γενιές, κείμενα χθεσινά που αφορούν την αυτοκατανόησή μας», υποστήριξε ο κ. Ζουμπουλάκης εκφράζοντας την άποψη ότι, με τις συνθήκες της μαζικής εκπαίδευσης, αυτό δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξει.

Σε αυτή την πραγματικότητα ο εκδοτικός κόσμος ανταποκρίνεται αυξάνοντας τις ενδογλωσσικές μεταφράσεις. Αν αφήσουμε στην άκρη τις παλιές μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη, από τον Μυριβήλη, τον Καραντώνη και άλλους, και επικεντρωθούμε στη δεκαπενταετία από τη μετάφραση του διηγήματος «Ο έρωτας στα χιόνια» από τον Μένη Κουμανταρέα για το «Βήμα», το 1997, ως σήμερα, παρατηρούμε ότι διαμορφώνεται μια τάση, επισήμανε ο ομιλητής.


Μεταφέρεται στη σύγχρονη ελληνική η «Ιστορία του ελληνικού έθνους» του Παπαρρηγόπουλου τρεις φορές, μεταφράζεται η Καινή Διαθήκη στη δημοτική και η τρέχουσα γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται στη χριστιανική λατρεία, μεταγλωττίζεται, στη νέα του επανέκδοση από την Εστία, ακόμη και το κλασικό εγχειρίδιο αρχαίας ελληνικής θεματογραφίας του Νικόλαου Τζουγανάτου, γιατί τα σχόλιά του σε λόγια γλώσσα ξενίζουν τους σύγχρονους αναγνώστες, ακόμη και αν είναι γνώστες της αρχαίας. Από την άλλη, μετατοπίζεται σταδιακά και η πρόσληψη των μεταφράσεων αυτών.


Ενώ η απόπειρα του Κουμανταρέα συναντά την έντονα επικριτική αντίδραση του λογοτεχνικού κόσμου -ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης-, η μετάφραση έργων στη δημοτική του Κοραή, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Ροΐδη, στη σειρά «Κλασική Βιβλιοθήκη του Νέου Ελληνισμού» των Ελληνικών Γραμμάτων, δέκα χρόνια αργότερα, έχει και υποστηρικτές.

Η πορεία προς τη μετάφραση κειμένων της λόγιας παράδοσής μας είναι αναπότρεπτη μοίρα με πολιτισμικές επιπτώσεις κατέληξε ο κ. Ζουμπουλάκης: «Άλλη η πολιτισμική σημασία του να διαβάζεις συγγραφείς χθεσινούς μεταγλωττισμένους στη δημοτική και άλλη του να διαβάζεις προχθεσινούς. Όσο αργότερα νομιμοποιηθεί η μετάφραση του Ροΐδη και του Παπαδιαμάντη τόσο καλύτερα για τον ελληνικό πολιτισμό».

Υπέδειξε την ανάγκη ανάσχεσης της πορείας αυτής «όχι για να οπισθοχωρήσουμε, αλλά για να μην επικρατήσει απολύτως η πρακτική της μετάφρασης, ώστε να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν όσοι θέλουν τα κείμενα αυτά στο πρωτότυπο». Ο ίδιος πρότεινε μια μέθοδο αντίστασης στην τάση που διαμορφώνεται αργά η οποία περιλαμβάνει ένα είδος προσεταιρισμού του «εχθρού». Εισηγήθηκε να προβούμε σε μεταφράσεις συντονισμένα, όταν είναι απαραίτητο και σύμφωνα προς τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθυνόμαστε.


Πρότεινε, συγκεκριμένα: Εκδόσεις για τα παιδιά του δημοτικού, όπου το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφρασή του θα συνυπάρχουν αντικριστά. Εκδόσεις για τους νέους του γυμνασίου και του λυκείου, στις οποίες το αυθεντικό κείμενο θα συνοδεύεται όχι από γλωσσάρι (το οποίο συχνά οι νέοι αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν) αλλά από υποσελίδιες μεταφράσεις χωρίων και λέξεων στον τύπο ακριβώς που απαντούν μέσα στο κείμενο. Εκδόσεις για όλους στις οποίες το πρωτότυπο κείμενο θα συνοδεύεται απαραιτήτως από γλωσσάρι στο τέλος, που θα περιλαμβάνει όχι μόνο λέξεις ιδιωματικές (σκιαθίτικες στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη), αλλά και λόγιες λέξεις που δεν είναι γνωστές σε πολλούς αναγνώστες.

Η αδημονία που προκάλεσαν τα λόγια του ήταν απτή μέσα στην αίθουσα. Παπαδιαμαντιστές και εκπαιδευτικοί ξέσπασαν στο τέλος της συνεδρίας καταδικάζοντας κάθε πρόταση για μετάφραση του Παπαδιαμάντη στην τρέχουσα γλώσσα. «Οι μαθητές δυσκολεύονται εξίσου να κατανοήσουν τον Σολωμό, τον Σικελιανό, ακόμη και μια επιφυλλίδα σε σημερινή εφημερίδα», υποστήριξε εκπαιδευτικός, η οποία τόνισε με έμφαση ότι η συγκινησιακή ανταπόκριση των μαθητών στο κείμενο του Παπαδιαμάντη είναι αυτόματη και εντυπωσιακή στις νεαρότερες ηλικίες. «Το θέμα είναι δικό μας», είπε, «όλα εξαρτώνται από το πώς διδάσκουμε τα κείμενα αυτά στο σχολείο». «Εθελοτυφλούμε» ήταν η απάντηση του κ. Ζουμπουλάκη.

Τονίστηκε από άλλους πόσο πιο ακατανόητη είναι στους μαθητές η γλώσσα του δημοτικιστή Καζαντζάκη (αλλά μήπως κι αυτόν δεν χρειάζεται να τον αντιμετωπίσουμε με τα ίδια εργαλεία όπως τον λόγιο Παπαδιαμάντη προκειμένου να τον διασώσουμε για τις μελλοντικές γενιές); Ακούστηκαν ευτράπελες αποδόσεις παπαδιαμαντικών φράσεων από τον Μυριβήλη για να προβληθεί το γελοίο των εγχειρημάτων ενδογλωσσικής μετάφρασης. Προτάθηκε να περιοριστεί η διδασκαλία ξένων γλωσσών στο σχολείο και να αυξηθεί, αντ' αυτών, η διδασκαλία της αρχαίας, προκειμένου να αναπτύξουν οι νέοι τις γλωσσικές ικανότητές τους στην ελληνική.

Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης δεν αρνείται ότι οι ενδογλωσσικές λογοτεχνικές μεταφράσεις ως τώρα δεν ήταν επιτυχείς, όπως απάντησε σε ερώτηση του «Βήματος», «αυτό δεν αποκλείει όμως να έχουμε μια καλή μετάφραση αύριο» και μας υπέδειξε την εξαίρεση, την επιτυχημένη, κατά την άποψή του, μετάφραση παπαδιαμαντικών διηγημάτων για παιδιά από την Καίτη Χιωτέλλη (Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», Άγκυρα, 2001), η οποία «διασώζει κάθε λέξη του Παπαδιαμάντη όπου μπορεί».


Το ουσιαστικό ερώτημα είναι αν οι λογοτεχνικές ενδογλωσσικές μεταφράσεις του παρελθόντος πέτυχαν τον στόχο τους, αν έφεραν περισσότερους αναγνώστες κοντά σε κείμενα γοητευτικά μεν δυσπρόσιτα δε. Κρίνοντας από τη μικρή κυκλοφορία τέτοιων εκδόσεων θα λέγαμε όχι. Ο κ. Ζουμπουλάκης δεν το πιστεύει επίσης, γι' αυτό και προτείνει τη μετάφραση όχι εις αντικατάσταση του πρωτοτύπου αλλά προς αρωγή. Αντιλαμβανόμαστε την πρότασή του ως κίνηση που αναζωπυρώνει τον διάλογο για την ενδογλωσσική μετάφραση κειμένων του 19ου αιώνα προσθέτοντας στις απόλυτες μεταβλητές «ναι» και «όχι» μία τρίτη που αξίζει να συζητήσουμε εκτενέστερα και συγκεκριμένα.

Παρ' όλα αυτά, η αντίσταση στην ιδέα μετάφρασης κειμένων του Παπαδιαμάντη, ακόμη και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ήταν ισχυρή. Την εξήγηση έδωσε ο ίδιος ο ομιλητής στη λήξη της συνεδρίας: «Επιβεβαιώνεται», είπε σε τόνο αγανακτισμένου αφορισμού ο συνήθως ψύχραιμος Σταύρος Ζουμπουλάκης, «ότι δύο λαοί στον κόσμο θεωρούν ότι η γλώσσα είναι θρησκεία: οι Γάλλοι και οι Έλληνες».


Πηγή: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=424696 

Ο Αλ. Παπαδιαμάντης γράφει για την Ξενοφωντινή Σκήτη


…Όταν επεσκέφθην νέος τον Άθωνα, εκεί, όταν διέτριψα επί εβδομάδας εις την σκήτην την Ξενοφωντινήν, κειμένην ημισείας ώρας δρόμον υψηλότερον του ρωσσικού μοναστηρίου, γύρω εις την καλύβην του Νήφωνος του Δοχειαρίτου, όπου εφιλοξενούμην -ήτο ο μακαρίτης πατριώτης μου και πιστός φίλος δι’ εμέ-, όλαι αι γειτονικαί μας καλύβαι ανήκαν εις αλλογλώσσους. Εκάστη καλύβη ασκητών, μικρά ή μεγάλη, έχει περιοχήν ολόγυρα, άμπελον, κήπον, ελαιώνα. Μέσα δε έχει μεταξύ των κελλίων της ευκτήριον οίκον ή ναΐσκον. Πανωκέφαλά μας, προς ανατολάς, ήτο η καλύβη του παπα-Σεραφείμ, Βουλγάρου, ή μάλλον Γραικοβουλγάρου. Αριστερά μας, προς δυσμάς, Παΐσιος Ρώσσος, και δεξιά μας, προς μεσημβρίαν, ο παπα-Ειρηναίος, άλλος Ρώσσος. Όλοι ούτοι, πλην του Βουλγάρου παπα-Σεραφείμ, δεν ήξευρον ούτε κρα ρωμέικα …

Από το διήγημα «Αγάπη στον κρεμνό»
πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Το αίμα και το πνεύμα, του Δημήτρη Κοσμόπουλου

Αν δεν δώσεις αίμα, δεν λαβαίνεις πνεύμα - αυτό μαρτυρείται από την ασκητική παράδοση της ορθόδοξης πίστης. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε με το αίμα του, με το αίμα του -κυριολεκτικά- πότισε τους αμάραντους λειμώνες των χλοαζόντων θαυμάτων.
Τις σελίδες του. Ξετυλίγοντας το ειλητάριο μιας αέναης προσευχής. Εκείνος με βλέμμα «τεθαμβωμένον» έβλεπε τον άνθρωπο ως μυστήριο και την κτίση ως αποκάλυψη θεϊκής αγάπης. Και οι άλλοι, οι πάσχοντες από «γραμματανθρωπισμόν που φονεύει τα ασθενή τάλαντα» και από «τον διλεταντισμόν που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερον μέρος της τέχνης των ημερών μας» (βλ. Π. Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περ. «Παναθήναια», Τομ. ΙΓ', 15 Οκτ. 1906) - οι άλλοι, λοιπόν, έβλεπαν έναν κουρελή. Περπάτησε σ' αυτόν τον βίο προσευχόμενος, δηλαδή αδιάπτωτα και ακαταμάχητα ερωτευμένος. Η γραφή του είναι καρπός προσευχής, όπως το σταφύλι στην άμπελο. Προσευχόμενος και, κατά κόσμον, διαρκώς ηττημένος. «[...] Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. [...]», γράφει στον ανησυχούντα πατέρα του, στις 15 Οκτωβρίου 1881. Εγκάθειρκτος στη σπατάλη για τον επιούσιο, άχρι πέρατος κελεύθους. Ξενιτεμένος, ανέστιος, φερέοικος και πλάνητας, όπως ο ξεπεσμένος του Δερβίσης. Ξεπεσμένος και αποτυχημένος για τα μέτρα και τα σταθμά της αθηναϊκής θορυβοποιίας. Εξόριστος και λαμπερός μέσα στην «έντιμον πενίαν» και στη συνειδητή ακτημοσύνη. Μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Μ' αρέσει πολύ, παιδιόθεν, που ο Φώτης Κόντογλου ονοματίζει τον Παπαδιαμάντη Χριστιανό Δερβίση. Εξόριστος, ο ιερατικός διάκονος του κάλλους «μες στης Αθήνας τις εμορφιές». «[...] εις τον τόπον της καταδίκης -όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω- εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. [...]» (βλ. το διήγημα Νεκράνθεμα, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα, την 6η Ιουνίου 1925). Μιλώ για το αίμα της ψυχής του. (Αυτό που ο Εγγονόπουλος έλεγε «το αίμα τση καρδίας μου».) Γιατί το αίμα του κορμιού του το 'σπειρε στα γραφεία των εφημερίδων, αόκνως εργαζόμενος, μεταφράζων ειδήσεις, ρεπορτάζ, μυθιστορήματα. Με πλήρη εποπτεία της λογοτεχνίας και της σκέψης του καιρού του.
Τώρα που έρχονται σιγά σιγά στο φως οι θαμμένοι μέσα στην κίτρινη σκόνη των σελίδων από τις φυλλάδες εκείνου του καιρού, οι πολύτιμοι μαργαρίτες των λέξεών του χάρις στην κραταιά αγάπη, τη φιλολογική εμβρίθεια και το ασίγαστο μεράκι αφοσιωμένων ανθρώπων - τώρα βλέπουμε το ξόδεμά του και εισερχόμαστε στον κόπο του. Ο κόπος ετούτος κράτησε μέχρι τα τελευταία της επίγειας ζωής του έτη. Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 γράφει στον Βλαχογιάννη, που τον πιέζει να κάνει πιο γρήγορα, στη μετάφραση της Ιστορίας του Γόρδωνος, ανάμεσα σ' άλλα: «[...] Πέντε ημέρας εδοκίμασα το σύστημα της οκταώρου εργασίας, με σκοπόν να τελειώσω γρήγορα, όπως ζητείς. (Εισήλθα τώρα εις τον Β' τόμον.) Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, και τα δύο άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί. Ωστε ξανακύλισα πίσω εις την πεντάωρον. Εδώ, και να θέλω, σχεδόν αδύνατον μου είνε να εργάζωμαι τας Κυριακάς και εορτάς. [...]». «Αδερφέ Αλέξανδρε», επιμένει ο Βλαχογιάννης, «Φίλτατε αδερφέ Ιωάννη...» απαντά ο μάρτυρας Αλέξανδρος, ευρισκόμενος στη Σκιάθο, όπου έχει επιστρέψει «εις τον τόπον της μικράς αναψυχής», με τον αδελφό του Γιώργη να «έχη πάθει τας φρένας». Ο Γεώργιος, «Δημογραμματεύς εν Πορταριά»· κι έπρεπε να εργάζεται επιπροσθέτως ο Αλέξανδρος, ώστε να συνδράμει τις αδελφές του, αλλά και την οικογένεια του Γεωργίου. Αλλά, γιατί τέτοια η εμπιστοσύνη του αθώου αμνού στον Βλαχογιάννη; Γιατί η αγάπη και η εμπιστοσύνη του στον Μαλακάση, ο οποίος με σθεναρή φωνή τον χαρακτήρισε τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα ποιητή»; Γιατί οι συνομιλίες του με τον Δαμβέργη, τον Χατζόπουλο, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα; «Μες στης Αθήνας τις εμορφιές» (ρεμπέτικο) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με δυο «σειριές» ανθρώπων έκανε παρέα. Με τους αληθινούς δημιουργούς, που ένοιωθε ότι καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν πως οι λέξεις του τους ανοίγουν το μυστικό μονοπάτι για να βγουν στο ξέφωτο της χαμένης ενότητας των προσώπων και των πραγμάτων - εκεί όπου παρέμενε άτρωτος και ολότμητος ο τρόπος ο οποίος κάνει το πένθος χαρά και τη χαρά δακρυόεσσα αγάπη. Ο τρόπος της συγχωρήσεως. Οι αληθινοί δημιουργοί -κι όχι ο πολτός των γραμματανθρώπων- εύρισκαν στις παραγράφους του την πνοή της λεπτότατης αύρας, η οποία σμιλεύει τον καημό και τα βάσανα σε ελεύθερη ύπαρξη. Αυτό το κάτι από την απολεσμένη αίγλη της κοινότητας και του μοιράσματος. Του δοσίματος μέσα απ' όπου ο βίος από παραίσθηση γίνεται ζωή παλλόμενη. Αυτοί οι συγγραφείς τον νοιάζονταν, με βαθύ σεβασμό και όσο μπορούσαν. Οταν πρόκειται να φύγει για τη Σκιάθο, δίνει το αποχαιρετιστήριο γεύμα στου Μπαρμπαγιάννη, στη Δεξαμενή. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει με εταστική τρυφερότητα: «[...] Αγόρασες ρούχα και παπούτσια; -Αγόρασα Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παληά. Θέλεις να αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα;» Αυτοί κι ακόμα ο Γεράσιμος Βώκος, ο Κ.Α. Ψάχος, ο Νίκος Βέης είναι που καταγράφουν τις σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την άλλη «σειριά» - με τους απλούς μανάβηδες, κηροπλάστες, οινοπαντοπώλες, καραγωγείς. Με αγαθούς λευΐτες, όπως ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς, στις αγρυπνίες του μικρού εκκλησιδίου, του Προφήτου Ελισαίου, στην οδόν Αρεως στο Μοναστηράκι. Εκεί ο Παπαδιαμάντης συνέψαλε με τον Μωραϊτίδη, ενόσω ο ιερουργός παπα-Νικόλας Πλανάς, στα μάτια των καθαρών τη καρδία, ίπτατο του εδάφους. «[...] Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφή του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ητο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Εψαλλε δε ο συγγραφεύς της "Νοσταλγού" μετά ζέσεως και πάθους αληθινού [...]» (βλ. Γεράσιμος Βώκος, Αγρυπνία εις τον Αγιον Ελισαίον, εφ. «Ακρόπολις» 1894). Ομως οι «επίσημοι εκπρόσωποι» του Χριστιανισμού εκείνης της εποχής, «οι τα μαλακά φορούντες» κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, τι έκαναν; Οπως και τώρα, όπως και πάντα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Μετά την κοίμησή του βεβαίως, και κατά συρροήν, προσπαθούν ανυποψίαστοι και «ουκ αναγνώσαντες» να ανεμίζουν το όνομά του, ως σημαία της εκάστοτε μορφής που λαβαίνει η «χριστιανική ιδεολογία». Ή, από κοινού με τους θεωρητικά βαρυφορτωμένους, γυρεύουν να τον τακτοποιήσουν ως υποσημείωση σε βαθυστόχαστες ερμηνευτικές εργασίες, που θεμελιώνουν θανατερές καριέρες. Αλλά πώς μπορεί να γίνει ο πόνος υπόθεση λογοτεχνικής, θρησκευτικής ή ιδεολογικής βεγγέρας; Τα ιψενικά τρίγωνα και τα φροϋδικά τετράγωνα συμπλεγμένα με τη διαστροφή της πίστης σε θεωρία δεν εξαρκούν. Ο Τσαρούχης άλλωστε είχε προειδοποιήσει ότι ο Παπαδιαμάντης «με δύο ή τρία "θρησκόληπτα" και αγράμματα γραΐδια του νησιού του, αχρηστεύει τον Φρόυντ.» Επειδή δε στον κόσμο αυτό «Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του», όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο εμβληματικό για τον Παπαδιαμάντη κείμενό του (περ. «Ο Ταχυδρόμος», 1961) και με το αίμα της ψυχής του αντίτιμο, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε διακαώς ερωτευμένος με την αληθινή ζωή. «Κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», λέει ο Καρούζος. Κατά τούτο πραγμάτωσε την προτροπή τού Αββά Λογγίνου: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» (βλ. Γεροντικόν, Αββάς Λογγίνος, απόφθεγμα Ε').
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
- Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς...- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
*
* *
Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.
- Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!... νὰ εἶχε βρόχια... νὰ εἶχε φωτιές... Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια... νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές... νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια... Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.
*
* *
Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:
- Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ... κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.
Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
- K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.
- Ἄσπρο σινδόνι... νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ... ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας... νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!
*
* *
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
- Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια...
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
- Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
- Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!...»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
- Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε... ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Ο πασχαλινός Παπαδιαμάντης, του Στέλιου Συρμόγλου

«Ήναψαν τας λαμπάδας κι εξήλθον
όλοι εις την ύπαιθρον να
ακούσωσιν την Ανάστασιν.
Γλυκείαν και κατανυκτικήν
Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων
δένδρων, υπό ελαφράς αύρας
σειομένων ευωδών θάμνων και των
λευκών ανθέων της
αγραμπελιάς…»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ψάλτης της Πασχαλιάς ο Παπαδιαμάντης, μας πρόσφερε ευαίσθητες σελίδες σχετικές με την πασχαλινή πανδαισία κα τη λειτουργική λαμπρότητα, όπως εμβιώνονταν από τους Έλληνες των αρχών του 20ου αιώνα. Όλοι γνωρίζουμε πως η πένα του Παπαδιαμάντη είναι γλαφυρή, λυρική, συγκινησιακή, βαθιά ανθρώπινη και έντονα θρησκευτική. Η θρησκευτικότητα του μεγάλου διηγηματογράφου είναι, ίσως κάποτε παγανιστική, εμπνευσμένη περισσότερο από τη λαϊκή ευσέβεια και λιγότερο από το πνεύμα της Αποκάλυψης, παρά την πλήθουσα μαρτυρία των λειτουργικών κειμένων της Ορθόδοξης παράδοσης.
Ο Παπαδιαμάντης, ωστόσο, είναι βαθύς χριστιανός, γνήσιο τέκνο της Ορθοδοξίας και γνώστης των αρχών της. Αναθρεμμένος από τη λαϊκή ευσέβεια, υπήρξε λογοτεχνικός της υμνωδός αλλά και μάρτυρας. Τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του θα συναρπάσουν, οι πασχαλινές του διηγήσεις θα λαμπρύνουν τις συνειδήσεις και θα αναβαπτίζουν τις φθαρμένες μας υποστάσεις στα νήματα της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας. Ο πασχαλινός Παπαδιαμάντης αρκείται στην επιφάνεια αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται το πνεύμα της Ανάστασης. Οι «παιδικές πασχαλιές» που μας μεταφέρουν στην εξοχή υπό το φως της πάλλουσας φύσης και των έξοχων αποχρώσεων της άνοιξης, αιωνίζουν το πνεύμα της παιδικότητας, μυούν στα μυστικά των θρησκευτικών συγκινήσεων.
Εμβαθύνοντας έτσι στα πασχαλινά διηγήματα του αλησμόνητου Σκιαθίτη διηγηματογράφου, εισδύουμε στο πνεύμα της Ανάστασης όχι ως απλοί θεατές ή αναγνώστες, αλλά ως ζώσες συνειδήσεις που εκζητούν το απόλυτο και την πληροφορία της ζωής της αιώνιας στην ένσαρκη και έγχρονη κατάσταση.
Προβάλλει πρώτα ο περίγυρος, η ανοιξιάτικη φύση, η χαρά, το πανηγύρι των λουλουδιών, τα «ανθούντα δένδρα», οι «σειόμενοι θάμνοι», ο μυστικός ψίθυρος το παντός. Έτσι η θρησκευτική συνείδηση ενωτίζεται το μυστήριο της Παρουσίας του Θείου, του Απεριχώρητου. Ωστόσο, και στις έκπαγλες παγανιστικές ελλάμψεις όλων των λαών υπάρχουν παρόμοιες πληροφορίες που στάθηκαν στην αφετηρία ποιητικών, φιλοσοφικών και ευρύτερης προοπτικής πνευματικών εμπνεύσεων και δημιουργιών. Σ’ αυτό το επίπεδο ο Παπαδιαμάντης συνεχίζει την παράδοση των διηγούμενων και αναδιηγούμενων την ιερή μαγεία την οποία ασκεί η Μητέρα Γη στη διαμόρφωση του θρησκευτικού βιώματος.
Ο διηγηματογράφος Παπαδιαμάντης, όμως προχωρεί περισσότερο, γιατί εγγίζει τη συγκεκριμένη μαρτυρία του χριστιανικού μηνύματος, όπως εκφράζεται στον παιδικό κόσμο, στους πιστούς, στους κληρικούς, στα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδοξίας. Και εδώ με την πρώτη ματιά, το προχώρημα δεν είναι ουσιαστικό, αφού η περιγραφή οσοδήποτε πηγαία, έντεχνη και υποβλητική, αναπαράγει τα αδόμενα και τα κουόμενα κάθε χρόνο κατά τις μέρες της λαμπρηφόρας Ανάστασης. Είναι τα πασχαλινά διηγήματα του λογοτέχνη, δημιουργήματα απλών εξάρσεων και συγκινήσεων που αγνοούν τις βαθύτερες εκζητήσεις της θρησκευτικής συνείδησης και μάλιστα κατά τις «στιγμές» της ιερής συνάντησης με τον Αναστημένο.
Ας μην είμαστε υπερβολικά απαιτητικοί. Ο Παπαδιαμάντης είναι ψάλτης της ωραιότητας, όπως την προσέλαβε η ανεπιτήδευτη συνείδησή του κατά την αναστροφή της με το πνεύμα της παράδοσης.
Απομένει το πνεύμα της αναστάσιμης πληροφορίας, το μυστικό κάλλος της Ανάστασης, η απόλυτη εγγύτητα με τη ζωή, όπως μας προσφέρεται από τον κόσμο της θρησκευτικής αποκάλυψης. Η έσχατη, όμως, στιγμή της προσωπικής συνάντησης δεν προσφέρεται ούτε με τις πνευματικότερες ακολουθείες, αν δεν εξέλθει πληρωμένη η προσωπική συνείδηση. Ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος άδει, υπαινίσσεται, γρηγορεί και θυμίζει στους αναγνώστες του το μήνυμα του θρησκευτικού μυστηρίου.
Όσο η ιστορικότητα φθείρει και διαφθείρει τις εσώτατες πληροφορίες της συνείδησης, εξαιτίας του έγχρονα φυσιούμενου Εγώ, τόσο οι απλές υπομνήσεις του ισχύοντος είναι ικανές να οδηγήσουν στην Ανάβλεψη και στην Ανακαίνωση. Αυτό είναι, εξάλλου, το πνεύμα της πασχαλινής πανδαισίας. Ο αχός των προχριστιανικών μυστηρίων πληροφορούν αμυδρά μα έντονα, πως η ανθρώπινη φύση είναι διαμόνια, διαμονιώδης, ουράνια. Το χριστιανικό μυστήριο, ιδωμένο στην έσχατη έκφρασή του, στην Ανάσταση του Χριστού πληροφορεί και αποπληροφορεί, φωτίζει την ιστορία των ψυχών ως ιερή πληροφορία και ταυτόχρονα, ανάγει στην αιώνια θέα και κοινωνία, ως θεήλατη αποπληροφορία. Ανάγει στον ακοίμητο «τόπο» της διαρκούς επιφάνειας και αποκάλυψης, μα συνάμα κατάγει στη χώρα των στεναγμών και του άγχους, ως έγχρονη μαρτυρία του Υπερούσιου. Δεν αποϊστορικοποιεί τη συνείδηση, δεν αρνείται την έγκοσμη κατάστασή της, αλλά προχωρεί περισσότερο. Πληρώνει το έγκοσμο και το έγχρονο με το υπερούσιο πλήρωμα της Άσπιλης Ζωής. Κομίζει τη μακαριότητα και αιχμαλωτίζει φιλάνθρωπα το πάθος. Πάθος του πάθους η Ανάσταση, θα προκαλεί την ιστορική συνείδηση και οι ευθύνες σιγηλά το δρόμο της ιερής κοινωνίας, του προσώπου με το απόλυτο πρόσωπο.

ΠΗΓΗ: http://www.statesmen.gr/26803/koinonia/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%82_20-04-2011.html 

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο

Μουσείο
Το σπίτι - μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, όπου ο σπουδαίος νεοέλληνας λογοτέχνης έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του και άφησε την τελευταία του πνοή, κτίστηκε γύρω στο 1860 από τον παπά - Αδαμάντιο, πατέρα του συγγραφέα. Το κτίριο από το 1954 ανήκει στο Δήμο Σκιάθου. Το 1965 χαρακτηρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμου ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία (ΦΕΚ 618/Β΄/17-9-1965). Το 1990 πραγματοποιήθηκαν εργασίες επισκευής και στερέωσης του κτιρίου. Σήμερα, ο όροφος του σπιτιού διατηρείται ως η κατοικία του Παπαδιαμάντη με αυθεντικά έπιπλα και αντικείμενα της εποχής, ενώ το ισόγειο λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος παλαιών και νέων εκδόσεων του Παπαδιαμάντη.

Το σπίτι βρίσκεται σε μια πλατεία στο κέντρο της μικρής πόλης της Σκιάθου, λίγα μέτρα απόσταση από το λιμάνι. Αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα σκιαθίτικης λαϊκής αρχιτεκτονικής, από τα ελάχιστα που διατηρούνται μέχρι σήμερα χωρίς μεταγενέστερες αλλοιώσεις και αλλαγές. Είναι διώροφο, με τοίχους από πέτρα και από τσατμά, στεγασμένο με ξύλινη στέγη που καλύπτεται με κεραμίδια "βυζαντινού" τύπου. Στο εσωτερικό του σπιτιού εισερχόταν κανείς από το αδιέξοδο δρομάκι πίσω από την πλατεία μέσω μιας πλακοστρωμένης αυλής, περιφραγμένης με ψηλό λιθόκτιστο αυλόγυρο.

Το κατώι είναι μονόχωρο και χρησίμευε ως αποθήκη και κελάρι. Ένας στύλος δεσπόζει στο κέντρο του, που στηρίζει το επάνω πάτωμα, με την παράξενη παρουσία ενός πηγαδιού στο πλάι του. Στο ανώι ανέβαινε κανείς από μια ξύλινη σκάλα από τη μεριά της αυλής, για να βρεθεί πρώτα στο χαγιάτι και στο μαγειρείο του σπιτιού. Σήμερα, στο χαγιάτι ανεβάζει και δεύτερη μεταγενέστερη ξύλινη σκάλα από τη μεριά της πλατείας, απ' όπου εισέρχονται οι επισκέπτες στο σπίτι. Το ανώι αποτελείται από τρία δωμάτια με δίφυλλες πόρτες, στα οποία οδηγεί ένας μικρός χώρος στην είσοδο με το εικονοστάσι αριστερά, στο μέρος της ανατολής. Απέναντι από την είσοδο βρίσκεται η σάλα, ο χώρος υποδοχής του σπιτιού, όπου δεσπόζουν ο χαρακτηριστικός παλιός καναπές και το γραφείο του Παπαδιαμάντη. Πάνω στο γραφείο σε μια μικρή ξύλινη βιτρίνα φυλάσσονται τα προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα, το ψαλτήρι του, το μελανοδοχείο του, ο κοντυλοφόρος, η πένα του και κάποια χειρόγραφα. Στο μικρό δωμάτιο στα δεξιά, το υπνοδωμάτιο του Παπαδιαμάντη, μόλις που χωράει το στενό κρεβάτι του. Το μεγάλο δωμάτιο στα αριστερά ήταν το καθημερινό, το "χειμωνιάτικο" δωμάτιο με το τζάκι. Στο ιστορικό αυτό τζάκι ο "κοσμοκαλόγερος" των ελληνικών γραμμάτων πέρασε τις επιθανάτιες στιγμές του.

Το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο, ένα λιτό και απέριττο παραδοσιακό σκιαθίτικο σπίτι, δίνει στον επισκέπτη την εντύπωση ότι ξεπηδά από τα διηγήματά του. Τα λιγοστά ταπεινά αντικείμενα προσωπικής χρήσης του συγγραφέα που συμπληρώνουν την απλή επίπλωση του σπιτιού αποτελούν τη μόνη υλική περιουσία που άφησε πίσω της η ασκητική ζωή του μεγάλου Σκιαθίτη.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Πάσχα ῥωμέικο

 Ὁ μπάρμπα-Πίπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δυὸ ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκον του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως, μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στομύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κι ἐμειδία πρὸς αὐτούς.
Ὅταν ἐμειδία ὁ μπάρμπα - Πίπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾿ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκος του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κι ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾿ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν, τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῆ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν «ἡ ἑφτάκρατορισσα τῆς Ἀούστριας». Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσιμο κὲ ταλέντο! Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο! τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον, μὰ μπράβο! τὸν Σιερπιέρρο, κὲ γκρὰν φιλόζοφο! Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχαν ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἀγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter).
Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν «Σολωμὸ» κὲ ποέτα, τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα:
Ὡσὰν τὴ σπίθᾳ κρουμμένη στὴ στάχτη
ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;
Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι ἀνάφτει
καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.

Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κι ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλε ποτε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον «Ἔκτεση», διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴν τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.
«Ἲλ τραδιτόρε νὸν ά κομπασιόν» - ὁ ἀπατεῶνας δὲν ἔχει λύπηση. Ἐνίοτε πάλιν ἐμαλάττετο κι ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνους ἀτελείας. «Οὐδ᾿ ἡ γῆς ἀναμάρτητος - ἄγκε λὰ τέρρα νὸν έ ἰμπεκκάμπιλε». Καὶ ὕστερον, ἀφοῦ οὐδ᾿ ἡ γῆ εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τὶς ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκκάμπιλε, ἀλλὰ ἰνφαλλίμπιλε, δὲν ἤθελε ν᾿ ἀναγνωρίση τὴν διαφοράν.
Δὲν ἦτο ἄμοιρος καὶ θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Τὰς δυὸ ἢ τρεῖς προσευχάς, ἂς ἤξευρε, τὰς ἤξευρεν ἑλληνιστί. «Τὰ πατερμά του ἤξευρε ρωμέικα». Ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ... ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις!». Ὅταν μὲ ἠρώτησε δὶς ἢ τρὶς τί σημαίνει τοῦτο ὡς ἐνάντιος, προσεπάθησα νὰ διορθώσω καὶ ἐξηγήσω τὸ πρᾶγμα. Ἀλλὰ μετὰ δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρες ὑποτροπιάζων πάλιν ἔλεγεν: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος... ὡς ἐνάντιος ὑψίστοις».
Ἓν μόνον εἶχεν ἐλάττωμα, ὅτι ἐμίσει ἀδιαλλάκτως πᾶν ὅ,τι ἐκ προκαταλήψεως ἐμίσει καὶ χωρὶς ν᾿ ἀνέχηται ἀντίθετον γνώμην ἢ ἐπιχείρημα. Πολιτικῶς κατεφέρετο πολὺ κατὰ τῶν Ἀγγλων, θρησκευτικῶς δὲ κατὰ τῶν Δυτικῶν. Δὲν ἤθελε ν᾿ ἀκούση τὸ ὄνομα τοῦ Πάπα, καὶ ἦτο ἀμείλικτος κατήγορος τοῦ ρωμαϊκοῦ κλήρου...
Τὴν ἑσπέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 188... περὶ ὥραν ἐνάτην, γερόντιον τι εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένον, καθόσον ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ τις εἰς τὸ σκότος, κατήρχετο τὴν ἀπ᾿ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιὰ ἄγουσαν, τὴν ἁμαξιτήν. Δὲν εἶχεν ἀκόμη ἀνατείλει ἡ σελίνη, καὶ ὁ ὁδοιπόρος ἐδίσταζε ν᾿ ἀναβῇ ὑψηλότερον, ζητῶν δρόμον μεταξὺ τῶν χωραφίων. Ἐφαίνετο μὴ γνωρίζων καλῶς τὸν τόπον. Ὁ γέρων θὰ ἦταν ἴσως πτωχός, δὲ θὰ εἶχε 50 λεπτὰ διὰ νὰ πληρώση τὸ εἰσιτήριον τοῦ σιδηροδρόμου ἢ θὰ τὰ εἶχε κι ἔκαμνεν οἰκονομίαν.
Ἀλλ᾿ ὄχι δὲν ἦτο πτωχός, δὲν ἦτο οὔτε πλούσιος, εἶχε διὰ νὰ ζήσῃ. Ἦτο εὐλαβής, καὶ εἶχε τάξιμο νὰ καταβαίνῃ κατ᾿ ἔτος τὸ Πάσχα πεζὸς εἰς τὸν Πειραιά, ν᾿ ἀκούῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, νὰ λειτουργῆται ἐκεῖ καὶ μετὰ τὴν ἀπόλυσιν ν᾿ ἀναβαίνη πάλιν πεζὸς εἰς τὰς Ἀθήνας.
Ἦτο ὁ μπάρμπα-Πίπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, καὶ κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ διὰ ν᾿ ἀκούση τὸ Χριστὸς Ἀνέστη εἰς τὸν ναὸν τοῦ ὁμωνύμου καὶ προστάτου του, διὰ νὰ κάμῃ Πάσχα ρωμέικο κι εὐφρανθῆ ἡ ψυχή του.
Καὶ ὅμως ἦτο... δυτικός!
Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἦτο Ἰταλοκερκυραῖος, ἁπλοϊκός, Ἑλληνίδος μητρός, Ἕλλην τὴν καρδίαν, καὶ ὑφίστατο ἄκων ἴσως, ὡς καὶ τόσοι ἄλλοι, τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον καὶ τὴν ἄφατον γλυκύτητα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἑλληνικῆς. Ἐκαυχάτο ὅτι ὁ πατήρ του, ὅστις ἦτο στρατιώτης τοῦ Ναπολέοντος Α´, «εἶχε μεταλάβει ρωμέικα» ὅταν ἐκινδύνευε ν᾿ ἀποθάνη ἐκβιάσας μάλιστα πρὸς τοῦτο, διὰ τινῶν συστρατιωτῶν του, τὸν ἱερέα τὸν ἀγαθόν. Καὶ ὅμως ὅταν, κατόπιν τούτων, φυσικῶς τοῦ ἔλεγε τις: «Διατὶ δὲ βαπτίζεσαι, μπάρμπα-Πίπη;» ἡ ἀπάντησίς του ἦτο, ὅτι ἅπαξ ἐβαπτίσθη, καὶ ὅτι εὑρέθη ἐκεῖ.
Φαίνεται ὅτι οἱ Πάπαι τῆς Ρώμης, μὲ τὴ συνήθη ἐπιτηδείαν πολιτικήν των, εἶχον ἀναγνωρίσει εἰς τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς τῶν Ἰονίων νήσων τινὰ τῶν εἰς τοὺς Οὐνίτας ἀπομενομένων προνομίων, ἐπιτρέψαντες αὐτοῖς νὰ συνεορτάζωσι μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ὅλας τὰς ἑορτάς. Ἀρκεῖ νὰ προσκυνήσῃ τις τὴν ἐμβάδα τοῦ Ποντίφηκος, τὰ λοιπὰ εἶναι ἀδιάφορα.
Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἔτρεφε μεγίστην εὐλάβειαν πρὸς τὸν πολιοῦχον Ἅγιον τῆς πατρίδος του καὶ πρὸς τὸ σεπτὸν αὐτοῦ λείψανον. Ἐπίστευεν εἰς τὸ θαῦμα τὸ γενόμενον κατὰ τῶν Βενετῶν, τολμησάντων ποτε νὰ ἱδρύσωσιν ἴδιον θυσιαστήριον ἐν αὐτῷ τῷ ὀρθοδόξῳ ναῷ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ὅτε ὁ Ἅγιος ἐπιφανεὶς νύκτωρ ἐν σχήματι μοναχοῦ κρατῶν δαυλὸν ἀναμμένον, ἔκαυσεν ἐνώπιον τῶν ἀπολιθωθέντων ἐκ τοῦ τρόμου φρουρῶν τὸ ἀρτιπαγὲς ἀλτάρε. Ἀφοῦ εὑρίσκετο μακρὰν τῆς Κερκύρας, ὁ μπάρμπα-Πίπης ποτὲ δὲ θὰ ἔστεργε νὰ ἑορτάση τὸ Πάσχα μαζὶ μὲ τσοὺ φράγκους.
Τὴν ἑσπέραν λοιπὸν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅτε κατέβαινεν εἰς Πειραιᾶ πεζός, κρατῶν εἰς τὴ χεῖρα τὴ λαμπάδα του, ἣν ἔμελλε ν᾿ ἀνάψῃ κατὰ τὴν Ἀνάστασιν, μικρὸν πρὶν φθάση εἰς τὰ παραπήγματα τῆς μέσης ὁδοῦ, ἐκουράσθη καὶ ἠθέλησε νὰ καθίση ἐπ᾿ ὀλίγον ν᾿ ἀναπαυθῆ. Εὖρεν ὑπήνεμον τόπον ἔξωθεν τῆς μάνδρας, ἐχούσης καὶ οἰκίσκον παρὰ τὴ μεσημβρινὴν γωνίαν, κι ἐκεῖ ἐκάθισεν ἐπὶ τῶν χόρτων, ἀφοῦ ὑπέστρωσε τὸ εἰς πολλὰς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Ἐβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην τὴν σπιρτοθήκην του, ἤναψε σιγαρέττον κι ἐκάπνιζεν ἡδονικῶς.
Ἐκεῖ ἀκούει ὄπισθέν του ἐλαφρὸν θροῦν ὡς βημάτων ἐπὶ παχείας χλόης καί, πρὶν προφθάση νὰ στραφῆ νὰ ἴδῃ, ἀκούει δεύτερον κρότον ἐλαφρότερον. Ὁ δεύτερος οὖτος κρότος τοῦ κάστηκε, ὅτι ἦτον ὡς ἀνυψουμένης σκανδάλης φονικοῦ ὅπλου.
Ἐκείνην τὴ στιγμὴν εἶχε λαμπρυνθῆ πρὸς ἀνατολὰς ὁ ὁρίζων, καὶ τοῦ Αἰγάλεω αἱ κορυφαὶ ἐφάνησαν πρὸς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Ἡ σελήνη, τετάρτην ἡμέραν ἄγουσα ἀπὸ τῆς πανσελήνου, θ᾿ ἀνέτελλε μετ᾿ ὀλίγα λεπτά. Ἐκεῖ ὅπου ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ δεξιά, ἐγγὺς τῆς βορειανατολικῆς γωνίας τοῦ ἀγροτικοῦ περιβόλου, ὅπου ἐκάθητο, τοῦ κάστηκε, ὡς διηγεῖτο ἀργότερα ὁ ἴδιος, ὅτι εἶδε ἀνθρωπίνην σκιάν, εἰς προβολὴν τρόπον τινὰ ἱσταμένην καὶ τείνουσα ἐγκαρσίως μακρόν τι ὡς ρόπαλον ἢ κοντάριον πρὸς τὸ μέρος αὐτοῦ. Πρέπει δὲ νὰ ἦτο τουφέκιον.
Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἐνόησεν ἀμέσως τὸν κίνδυνον. Χωρὶς νὰ κινηθῇ ἄλλως ἀπὸ τὴν θέσιν του, ἔτεινε τὴ χεῖρα πρὸς τὸν ἄγνωστον κι ἔκραξεν ἐναγωνίως.
- Φίλος! καλός! μὴ ρίχνῃς...
Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε μικρὸν κίνημα ὀπισθοδρομήσεως, ἀλλὰ δὲν ἐπανέφερε τὸ ὅπλον εἰς εἰρηνικὴν θέσιν, οὐδὲ κατεβίβασε τὴ σκανδάλην.
- Φίλος καὶ τί θέλεις ἐδῶ; ἠρώτησε μὲ ἀπειλητικὴν φωνήν.
- Τί θέλω; ἐπανέλαβεν ὁ μπάρμπα-Πίπης. Κάθουμαι καὶ φουμάρω τὸ τσιγάρο μου.
- Καὶ δὲν πᾶς ἀλλοῦ νὰ τὸ φουμάρῃς, ρέ; ἀπήντησεν αὐθαδῶς ὁ ἄγνωστος. Ηὖρες τὸν τόπον, ρέ, γιὰ νὰ φουμάρῃς τὸ τσιγάρο σου!
- Καὶ γιατί; ἐπανέλαβεν ὁ μπάρμπα-Πίπης. Τί σᾶς ἔβλαψα;
- Δὲν ξέρω ἐγὼ ἀπ᾿ αὐτά, εἶπεν ὀργίλως ὁ ἀγρότης, ἐδῶ εἶναι ἀποθήκη, ἔχει χόρτα, ἔχει κι ἄλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δὲν ἔχει, προσέθηκε μετὰ σκληροῦ σαρκασμοῦ. Ἐγελάστηκες.
Ἦτο πρόδηλον, ὅτι εἶχεν ἐκλάβει τὸ γηραιὸν φίλον μου ὡς ὀρνιθοκλόπον, καὶ διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ τοῦ ἔλεγεν ὅτι τάχα δὲν εἶχεν ὄρνιθας, ἐνῷ κυρίως ὁ ἀγρονόμος διὰ τὰς ὄρνιθάς του θὰ ἐφοβήθη καὶ ὠπλίση μὲ τὴν καραβίναν του.
Ὁ μπάρμπα-Πίπης ἐγέλασε πικρῶς πρὸς τὸν ὑβριστικὸν ὑπαινιγμόν.
- Σὺ ἐγελάστηκες, ἀπήντησεν, ἐγὼ κότες δὲν κλέφτω, οὔτε λωποδύτης εἶμαι, ἐγὼ πηγαίνω στὸν Πειραιὰ ν᾿ ἀκούσω Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα.
Ὁ χωρικὸς ἐκάγχασε.
- Στὸν Περαία; στὸν Ἅϊ - Σπυρίδωνα; κι ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα.
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα; καὶ δὲν ἔχει ἐκεῖ ἐκκλησίες ν᾿ ἀκούσῃς Ἀνάσταση;
- Ἔχει ἐκκλησίες, μὰ ἐγὼ τὸ ἔχω τάξιμο, ἀπήντησεν ὁ μπάρμπα-Σπύρος.
Ὁ χωρικὸς ἐσιώπησε πρὸς στιγμήν, εἶτα ἐπανέλαβε.
- Νὰ φχαριστᾷς καημένε...
Καὶ τότε μόνον κατεβίβασεν τὴ σκανδάλην καὶ ὤρθωσε τὸ ὅπλον πρὸς τὸν ὦμον του.
- Νὰ φχαριστᾷς, καημένε, τὴν ἡμέραν ποὺ ξημερώνει αὔριον, εἰ δὲ μή, δὲν τό ῾χα γιὰ τίποτες νὰ σὲ ξαπλώσω δῶ χάμου. Τράβα τώρα!
Ὁ γέρων Κερκυραῖος εἶχεν ἐγερθῆ καὶ ἡτοιμάζετο ν᾿ ἀπέλθῃ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθη νὰ μὴ δώσῃ τελευταίαν ἀπάντησιν.
- Κάνεις ἄδικα καὶ συγχωρεμένος νά ῾σαι ποὺ μὲ προσβάλλεις, εἶπε. Σ᾿ εὐχαριστῶ ὡς τόσο ποὺ δὲ μὲ ἐτουφέκισες, ἀλλὰ νὸν βὰ μπένε... δὲν κάνεις καλὰ νὰ μὲ παίρνῃς γιὰ κλέφτη. Ἐγὼ εἶμαι διαβάτης, κι ἐπήγαινα, σοῦ λέω, στὸν Πειραιᾶ.
- Ἔλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρέ...
Καὶ ὁ χωρικὸς στρέψας τὴν ράχιν εἰσῆλθεν ἀνατολικῶς διὰ τῆς θύρας τοῦ περιβολίου, κι ἔγινεν ἄφαντος.
Ὁ γέρων φίλος μου ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του.
Τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο δὲν ἐμπόδισε τὸν μπάρμπα-Πίπην νὰ ἐξακολουθῇ κατ᾿ ἔτος τὴν εὐσεβῆ του συνήθειαν, νὰ καταβαίνῃ πεζὸς εἰς τὸν Πειραιά, νὰ προσέρχηται εἰς τὸν Ἅγιον Σπυρίδωνα καὶ νὰ κάμη Πάσχα ῥωμέικο.
Ἐφέτος τὸ μισοσαράκοστον μοὶ ἐπρότεινεν, ἂν ἤθελα νὰ τὸν συνοδεύσω ἐφέτος εἰς τὴν προσκύνησίν του ταύτην. Θὰ προσεχώρουν δὲ εἰς τὴν ἐπιθυμίαν του, ἂν ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν δὲν εἶχα τὴ συνήθεια νὰ ἑορτάζω ἐκτὸς τοῦ Ἄστεως τὸ Ἅγιον Πάσχα.

Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Πασχαλινὰ διηγήματα», Ἔκδοση «Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» Ι.Δ.Κολλάρου καὶ ΣΙΑ ΑΕ

ΤΟ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου

 

Πάμπολλες οι αναφορές και οι μελέτες για το έργο του Παπαδιαμάντη στην εποχή μας. Ειδικές εργασίες και μάλιστα τολμηρές, όπως χαρακτηρίζονται από διάφορους κριτικούς, απόπειρες ερμηνείες του έργου του, βλέπουν το φώς της δημοσιότητας συνεχώς. Και είναι γνωστό ότι υπάρχει και μία επιστημονική διχογνωμία για το ποιος τελικά Παπαδιαμάντης είναι ο αληθινός. Ο ορθόδοξος και κοσμοκαλόγερος ή ο σκοτεινός και ερωτικός νοσταλγός; Ο ταπεινός και ασίγαστος ψάλτης της Ορθοδοξίας ή ο “εωσφορικός”1 δημιουργός; Φυσικά, στο τεράστιο αυτό δίλημμα δεν θα δώσουμε απάντηση εμείς εδώ. Θα προσπαθήσουμε, όμως, να καταδείξουμε πως ο κυρ Αλέξανδρος δεν ήταν απλώς ένα πιστό μέλος της Εκκλησίας ή ένας πολύ καλός πρακτικός ψάλτης, που γνώριζε τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά θέματα. Ο Παπαδιαμάντης ήταν γνώστης της Ορθόδοξης Θεολογίας όσο λίγοι στον καιρό του. Βίωνε την παράδοση της ρωμιοσύνης με απόλυτη ένταση γι’ αυτό και έγραψε, ουσιαστικά κατήγγειλε, τα προβλήματα στον κλήρο, την προτεσταντίζουσα δράση των θρησκευτικών οργανώσεων της εποχής του, την περιθωριοποίηση των λαϊκών, τους οποίους έβλεπε ως συλλειτουργός των ιερέων2. Ακόμη, αναδείχθηκε υπέρμαχος της Βυζαντινής λειτουργικής τέχνης, μουσικής και αγιογραφίας, πιστός τηρητής του τυπικού, λάτρης του μοναχισμού. Μόνος και φυσικά πρωτοπόρος στην εποχή του, αντιτάχθηκε στην μουσειοποίηση της λειτουργικής τέχνης3, περιέγραψε με σαφήνεια τις ολέθριες δυτικές επιδράσεις στον καθόλου εκκλησιαστικό βίο, προέβαλε το γνήσιο λειτουργικό ήθος. Πρέπει να υπογραμμιστεί το γεγονός ότι κανένας τότε δεν συμμερίστηκε την οδύνη του κυρ Αλέξανδρου, που εκπήγαζε από την βαθιά εκκλησιαστική του συνείδηση. Για τον Παπαδιαμάντη πρωτοτυπία στις λειτουργικές τέχνες, σημαίνει να μένει κανείς πιστός στους πρώτους τύπους της τέχνης αυτής. Η Εκκλησία για τον Παπαδιαμάντη “έχει έναν παραδεδεγμένο τύπον, ον ουδείς δύναται αποινεί να παραβή και ρητώς απαγορεύεται πάσα καινοτομία είτε εις την αρχιτεκτονικήν και γραφικήν και την λοιπήν των ναών διακόσμησιν, είτε εις την μουσικήν και των άλλην λατρείαν”.4
Και για να εστιάσουμε την μουσική προσωπικότητά του: Υπήρξε ψάλτης, τυπικάρης, υμνογράφος5 και παραϋμνογράφος – έγραφε δηλ. σατιρικά6 όπως οι Βυζαντινοί – και για την εποχή του μουσικολόγος, υπό την έννοια ότι προέβη σε καίριες παρατηρήσεις σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική. Παρατηρήσεις, οι οποίες παραμένουν επίκαιρες και μάλλον διαχρονικές.
Ο Παπαδιαμάντης ήταν φορέας μιας σπουδαίας και ζωντανής, τότε, παραδόσεως: της Κολλυβαδικής ή καλύτερα φιλοκαλικής. Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο, όπου πήγαινε ο Παπαδιαμάντης, ήταν η ορατή αλλά και ζωντανή παρουσία που διασφάλιζε την αγιορείτικη λειτουργική παράδοση των Κολλυβάδων πατέρων7. Αυτήν την παράδοση μεταφύτευσε ο Παπαδιαμάντης στην Αθήνα! Στο ναϋδριο του Προφήτου Ελισσαίου, όπου τελούνταν τις μεγάλες γιορτές αγρυπνίες μέχρι πρωίας, σύμφωνα με τις τυπικές διατάξεις του Αγίου Όρους. Σε αυτές τις παννυχίδες έψαλλαν οι δύο Αλέξανδροι: Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης. Η μαρτυρία του μουσικολόγου και πρωτοψάλτου Κωνσταντίνου Ψάχου είναι ιδιαίτερα σημαντική: "αμφότεροι δεν ψάλλουσι προς επίδειξιν, αλλά ψάλλουσιν εκ συνειδήσεως δια να προσευχηθώσι και να επικοινωνήσωσι με το θείον, με πίστιν αληθή, η οποία κατέστη εγγενής του πνεύματός των. Ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει από στήθους όλα τα κείμενα, όπως και την μουσικήν όλων των κανόνων (ενν. του όρθρου), εις τους οποίους προπάντων είναι αμίμητος. Είναι ειδήμων των τυπικών διατάξεων των αγρυπνιών και όλων εν γένει των ιερών ακολουθιών, ψάλλει δε με όλως ατομικόν του ιδίωμα τους πολυελέους των Αγρυπνιών πάσης εορτής…".8 Το γεγονός ότι – όπως μαρτυρεί ο Κωνσταντίνος Ψάχος – ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει πάρα πολύ καλά να ψάλει τους κανόνες και τους πολυελέους, αποδεικνύει την ευεργετική επίδραση της κολλυβαδικής παραδόσεως. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι από τους σημερινές ψάλτες αγνοούν το μέλος των κανόνων και των πολυελέων – κυρίως αυτών που ονομάζουμε "εκλογή" από το ψαλτήρι του Δαβίδ. "Εν τη εκτελέσει των μελών τούτων ο Παπαδιαμάντης ήτο αμίμητος", αναφέρει ο Τσόκλης.9
Εννοείται ότι οι επιδράσεις από το αγιορείτικο τυπικό - εκτός από την φανέρωσή τους στην πράξη – καταφαίνονται και σε διηγήματα που έχουν ως σκηνικό τους όχι μόνο μοναστηριακούς χώρους, αλλά εκκλησίες και ξωκλήσια της Σκιάθου.

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ποιητής πάνω απ’ όλα, του Παντελή Μπουκάλα


«Εν τινι παρεκκλησίω της εν... Μονής υπήρχε κιβώτιόν τι παλαιόν και σεσαθρωμένον, πλήρες εφθαρμένων βιβλίων. Ουδείς των σοφών περιηγητών των επισκεφθέντων κατά καιρούς την βιβλιοθήκην της Μονής ηξίωσε να ρίψη εκ περιεργείας βλέμμα και προς το λησμονημένον κιβώτιον». Παπαδιαμάντης. Προφανώς. «Οι έμποροι των εθνών». «Τι σε Δημητράκη καλέσωμεν; μουσικόν της καραβάνας, ψάλτην του γλυκού νερού, που κοιτάζεις στο βιβλίον και τα λες στα κουτουρού· ιμάμην των Χοτζάδων προεξάρχοντα, χαμάμην των Μποχώρηδων εξάρχοντα· αμανετζήν ηχηρότατον και μπατακτσήν οχληρότατον. Μας λίγωσες απ' τη γλύκα τας ψυχάς ημών». Κι αυτό Παπαδιαμάντης. Σατιρικότατος, με την «Ακολουθία του Σπανού», του 14/15ου αιώνα, οπωσδήποτε υπόψη του («Αλαλα τα χείλη των μιαρών, σπανών των κακίστων, και μεγάλων κακοποιών»). Δηλαδή, όχι προφανώς Παπαδιαμάντης, τουλάχιστον έτσι όπως δημιουργήθηκε με τα χρόνια, και ερήμην του, η λογοτεχνική «προφάνειά» του και όπως καλλιέργησε τις προσδοκίες των αναγνωστών του η καθυπόταξή του στο στενό σχήμα του «αγίου των γραμμάτων».
«Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σκοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη μου, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως» σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει». Παπαδιαμάντης. Και πάλι προφανώς, «Ονειρο στο κύμα», με ηπιότερη δημοτική, πλην με τη Γραφή και τη γνώση της παρούσα όσο σε ελάχιστους. Αλλά και το επόμενο Παπαδιαμάντης, δημοτικός, και γι' αυτό «απροσδόκητος», τουλάχιστον κατά τα στερεότυπα: «Μοναχός εγώ αγρυπνάω, / νυχτερεύω μοναχός· 'λεημοσύνη σάς ζητάω, / νύχτα, δόλι' αγάπη, φως!» - ακριβώς στο βηματισμό τού «Μοναχή το δρόμο επήρες...»
Δεν χρειαζόταν να συνυπολογίσει τους παραπάνω στίχους ο Σεφέρης για να συμπεράνει πως «η μόνωση των Ελλήνων ποιητών είναι μεγάλη· είτε ο ποιητής ονομάζεται Κάλβος, είτε Παλαμάς, είτε Παπαδιαμάντης». Το κρίσιμο άλλωστε στο σεφερικό πόρισμα είναι ο χαρακτηρισμός του Σκιαθίτη ως ποιητή. Αυτό ήταν: ποιητής. Κι όχι λόγω των λιγοστών ποιημάτων του. Τα πεζά του, ένας κόσμος πλήρης μες στην ποικιλία του, του δίνουν τον τίτλο με ακέραιη την ουσία του.

ΠΗΓΗ: Εφημ. Καθημερινή, 16-01-11

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη, του Κώστα Βάρναλη

Εις την Δεξαμενήν

Αυτές τις μέρες ξαναθυμούνται οι παλαιότεροι τα καλά εκείνα χρόνια (γύρω στο 1905-1915), που η Αθήνα ήτανε ακόμη μια ειδυλλιακή πολιτεία κι είχε περισσότερη πίστη και περισσότερην εγκαρδιότητα σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους. Τώρα το πολύ πλήθος, που γέμισε ασφυκτικά την πρωτεύουσα, απομακρύνει τον έναν από τον άλλον και τον απομονώνει. Κείνην την εποχή της ειρηνικής και εύκολης ζωής, οι κάτοικοι μιας συνοικίας αποτελούσανε μιαν οικογένεια κι οι θαμώνες ενός κέντρου μια φιλική συντροφιά.

Η Δεξαμενή τότες ήτανε μια προνομιούχα... εξοχή. Εκεί υπήρχε ανοιχτός ορίζοντας, καθαρός αέρας και δάσος. Ητανε όχι μονάχα το υψηλό καταφύγιο των λογίων και των ποιητών, παρά και η πνευματική κορφή όλης της Ελλάδος. Στα γύρω φτωχικά σπίτια καθόντανε από χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ο Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης, ο Κοντυλάκης, ο Χατζόπουλος και συχνάζανε όλοι στο καφενεδάκι του Μπαρμπαγιάννη. Οι νεοσσοί των Μουσσών: ο Αυγέρης, ο Ζήλος, ο Πελλερέν, ο Ροδοκανάκης, ο Καζαντζάκης, η Γαλάτεια, καθόντανε σε κάποια απόσταση από τους μεγάλους, γεμάτοι από τη νεανική ματαιοδοξία πως θα τους ξεπεράσουνε.

Τότες δεν υπήρχανε οι φριχτές πολυκατοικίες, που πνίξανε τον ορίζοντα, ούτε είχανε γίνει τα «εξωραϊστικά» έργα, που φάγανε τον μισό λόφο και του χαλάσανε τη φυσική του γραφικότητα. Η θάλασσα φαινότανε κάθε πρωί να σπιθίζη πέρα ολόχαρη, γελαστή και μπλάβη.

Καμμιά δεκαριά πανύψηλες λεύκες, ολοφούντωτες και ρωμαλέες, κι άλλα τόσα πεύκα τραγουδούσανε μέρα νύκτα με το παραμικρό αεράκι· τα πουλιά γεμίζανε τα κλώνια και τα τζατζίκια τσιτσιρίζανε μέσα στο... τηγάνι της μεσημεριάτικης πύρας. Μια βρύση κελάριζε ακατάπαυστα μέρα και νύκτα στη ρίζα μιας θεώρατης λεύκας. Και το φθινόπωρο, σαν πέφτανε τα φύλλα και τα έσερνε ο βορριάς, η βρύση θρηνολογούσε με αναφυλλητά, τα ξερόφυλλα θροούσανε απελπισμένα και μέσα στη χαβούζα της δεξαμενής το νερό βογγούσε δυνατά. Ο διαβάτης, που περνούσε απ' εκεί τη νύχτα μέσα στο ερημικό και βαθύ σκοτάδι έμοιαζε με τις «σκιές» των ρομαντικών μυθιστορημάτων, που «αιφνιδίως αποσπώνται εκ της παρακειμένης γωνίας και διασκελίζουσιν εσπευσμένως την έρημον οδόν, ενώ το ωρολόγιον κ.τ.λ.».

Εκεί ερχότανε πρωί κι απόγευμα ο κυρ Στέφανος, ο Πρόεδρος, ο τύπος των τύπων. Φορούσε ποδήματα χειμώνα-καλοκαίρι κι ακουμπούσε τα γερατειά του απάνου σ' ένα χονδρό μπαστούνι. Απαισιόδοξος, πυρρωνιστής, λαϊκός φιλόσοφος με αληθινή φλέβα. Ητανε ο μοναδικός σχεδόν φίλος του Παπαδιαμάντη. Γιατί ο Σκιαθίτης συγγραφέας έπασχε από ανθρωποφοβία - με το δίκηο του. Καθότανε στο πίσω μέρος του καφενείου κοντά στο παραθυράκι του τζακιού. Σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα με κατάνυξη κι ευχαριστημένος για την μόνωσή του. Από το παραθυράκι έπερνε τον καφέ του και καμμιά φορά έμπαινε βιαστικός στο καφενείο χωρίς να σηκώνη τα μάτια, έπαιρνε μιαν εφημερίδα κι έφευγε με τον ίδιο τρόπο βιαστικός. Μονάχα τον κυρ Στέφανο δεχότανε να τον ζυγώνη. Οπως ήτανε πάντα σιωπηλός, τον άφηνε να του μιλή υπομονετικά. Γιατί ο κυρ Στέφανος ήταν ένας τίμιος, απλοϊκός, άκακος και περήφανος άνθρωπος, όπως και ο κυρ Αλέξανδρος. Αν ετούτος ήτανε βαθύτατα θρήσκος σαν τους καθωσιωμένους ασκητές των πρώτων χριστιανικών αιώνων, μα και του Προέδρου ο πυρρωνισμός δεν ήτανε άθρησκος. Είχε τη μανία να κοροϊδεύη τις ματαιότητες κάθε λογής και προ παντός την παραδοπιστία των ανθρώπων και των παπάδων. Κι αυτό χωρίς κακία.

Τι Κυριακές και τις μεγάλες γιορτάδες ο Παπαδιαμάντης πήγαινε πρωί-πρωί στον Αγιο Ελισσαίο, κοντά στον Παλαιό Στρατώνα, και έψελνε ανάμεσα στους απλοϊκούς πιστούς της συνοικίας. Εκεί πήγαινε και ο Μωραϊτίδης για τον ίδιο σκοπό. Ετσι ξαλαφρώνανε κι οι δυο την ψυχή τους από τις πίκρες της ζωής και παίρνανε ένα λουτρό καρτερίας, που τους δυνάμωνε τη δημιουργική τους ορμή. Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα.

Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ' αυγά. Πόσοι πειρασμοί: Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το «φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...», οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη «αμυστί» με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. «Ητο ωραίον ρετσινάτον» (λέγει σ' ένα του διήγημα) «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!

Ετσι αυτές τις μέρες, που η εποχή μας τις ζη με κάποιαν πεζότητα, πώς να μη θυμηθή κανείς τον καλό εκείνο καιρό, που η ποίηση και η πίστη ήτανε ζωντανά στοιχεία της ζωής. Τώρα τα πεύκα τα κόψανε όλα οι πολυκατοικίες. Οι λεύκες ξεραθήκανε κι ως τόσο δεν τις κόβουνε να λείψη ο πένθιμος εκείνος σκελετός τους, που τις κάνει να μοιάζουνε με υψηλούς ξύλινους σταυρούς σε κοιμητήρι. Η Δεξαμενή που ήτανε η ψηλότερη σκοπιά της Αθήνας, έχασε τον ουρανό και τη θάλασσα και κατάντησε σα μια πηγάδα. Και μείναμε εμείς τα ερείπια, οι παληοί κάτοικοι του ωραίου λόφου να θρηνούμε επάνω στα ερείπια του «εξωραϊσμού» του.
2 Μαΐου 1937

ΠΗΓΗ: εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 24-4-2008

Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη (απόσπασμα)

Τρόποι και Σημασία των «Πρωτοπρόσωπων» Αφηγήσεων στον Παπαδιαμάντη

Ο όρος πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πλεοναστικός όταν αναφέρεται στο αφηγείσθαι, επειδή το υποκείμενο της αφηγηματικής πράξης είναι πάντα στο πρώτο πρόσωπο. Συνηθέστερα όμως ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ταυτότητα του αφηγητή μ’ έναν από τους ήρωες της ιστορίας. Για να αποφύγουμε κάποια ενδεχόμενη ανακρίβεια, υιοθετήσαμε, ήδη στην Εισαγωγή, τους όρους του Genette ομοδιηγητική και ετεροδιηγητική αφήγηση σε αντικατάσταση των όρων πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση αντίστοιχα.
Τα πέντε διηγήματα […] ανήκουν στον ισχυρό τύπο ομοδιηγητικής αφήγησης, όπου ο αφηγητής δεν παρουσιάζεται με δευτερεύοντα ρόλο, ως περαστικός, στην ιστορία που αφηγείται, αλλά είναι ο κεντρικός ήρωας της δικής του ιστορίας, ο πρωταγωνιστής. Στον τύπο αυτό δόθηκε η ονομασία αυτοδιηγητική αφήγηση.
Τα πέντε αυτά διηγήματα […] παρουσιάζονται ως ήδη γραμμένα κείμενα (πβ. το «Δια την Αντιγραφήν» ή το «Εξ Αντιγραφής»). Σύμφωνα με τον Romberg […] και τουλάχιστον αναφορικά με τις κλασικές μορφές της ομοδιηγητικής αφήγησης είναι τα πλασματικά απομνημονεύματα, τα ημερολόγια και το επιστολικό μυθιστόρημα. Τα πέντε διηγήματα θα μπορούσαμε δοκιμαστικά να τα κατατάξουμε στις αναμνήσεις που μοιάζουν με απομνημονεύματα και περιορίζονται σε κάποιες στιγμές της προσωπικής ιστορίας του αφηγητή.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι, ενώ τα απομνημονεύματα αναφέρονται σε αναδρομική εξιστόρηση εξωτερικών επί το πλείστον γεγονότων, που δικαιώνουν την παρελθούσα ζωή, ο Παπαδιαμάντης υιοθετεί το ακόλουθο σχήμα: Προκρίνει δύο στιγμές, που είναι συνήθως χρονικά απομακρυσμένες η μία από την άλλη. Κατά κανόνα η πρώτη αναφέρεται στην παιδική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα προς την ωριμότητα. Αυτό λοιπόν που υπογραμμίζεται είναι κάποιο γεγονός που σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του, αυτό προβάλλει την τάση μετάβασης από τα εξωτερικά γεγονότα στον έσω άνθρωπο, κοντολογίς μια εξομολογητική τάση. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι παπαδιαμαντικές αυτοδιηγητικές αφηγήσεις βρίσκονται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και στην εξομολόγηση.
Και στις περιπτώσεις αυτές ο αφηγητής – πρωταγωνιστής κοιτάζει πίσω στο χρόνο και βλέπει τα γεγονότα της προηγούμενης ζωή του αναδρομικά. Από τη χρονική διαφορά προκύπτει η διφυΐα της αυτοδιηγητικής αφήγησης, που αγνοήθηκε όμως, γενικά, από τους μελετητές της οπτικής γωνίας.
Το Εγώ αυτών των αφηγήσεων έχει διπλή υπόσταση: είναι το Εγώ της ιστορίας και το Εγώ της αφήγησης που συνήθως αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα τον εαυτό που βιώνει και τον εαυτό που αφηγείται. Οι δύο αυτές πλευρές του Εγώ χωρίζονται μεταξύ τους από ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα χρόνου (την αφηγηματική απόσταση).
Αυτό το διάστημα και η ίδια η πράξη της αφήγησης είναι δύο παράγοντες που θέτουν σε αμφισβήτηση την ταυτότητα που η προσωπική αντωνυμία δημιουργεί μεταξύ του Εγώ που βιώνει και του Εγώ που αφηγείται. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το διηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε «είδε» τα γεγονότα (αντιληπτική οπτική γωνία), ενώ αυτός που τα διηγείται δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση της όρασης, αλλά επενδύει κάθε περιστατικό με κάποια ιδεολογία (εννοιολογική οπτική γωνία).
Έτσι στην αυτοδιηγητική αφήγηση η φωνή μπορεί να είναι μία (αφού δεν υπάρχει διαφορά στην προσωπική αντωνυμία), αλλά υπάρχει ενδεχομένως διαφορά στην προοπτική ανάμεσα στο Εγώ που αφηγείται, ιδιαίτερα όταν η αφηγηματική απόσταση είναι μεγάλη. Στο σημείο αυτό, μπορεί να εκτιμήσει κανείς τη χρησιμότητα του διαχωρισμού της προοπτικής από τη φωνή, που αναφέραμε στην Εισαγωγή.
Δεδομένου ότι ο λόγος ανήκει στο Εγώ που αφηγείται (εκτός από τις λίγες περιπτώσεις που παραχωρεί το λόγο στον εαυτό του ως ήρωα) το ερώτημα είναι ποιου την προοπτική υιοθετεί η αφήγηση. Ο Genette υποστηρίζει ότι ο αυτοδιηγητικός αφηγητής «πρέπει να σεβαστεί την εστίαση που καθορίζεται σε σχέση με την πληροφορία του ως αφηγητή κι όχι σε σχέση με την παρελθοντική πληροφορία του ως ήρωα» […].
Αυτό σημαίνει ότι η αυτοδιηγητική αφήγηση είναι η περιοχή της εσωτερικής εστίασης μέσω του αφηγητή. Τυχόν εναλλαγές στην εστίαση, που μπορεί να μη μείνει αμετάβλητη σ’ όλο το μήκος του κειμένου, συνιστούν παραλήψεις (paralepsis), και παραλείψεις (paralipsis) αντίστοιχα […].
Στην παράληψη εφοδιαζόμαστε με περισσότερες πληροφορίες «απ’ ό,τι επιτρέπεται κανονικά στον κώδικα της εστίασης που κυβερνά το σύνολο», ενώ στην παράλειψη με λιγότερες. Στην περίπτωση των διηγημάτων που μας απασχολούν η παράληψη έγκειται στον έμμεσο εφοδιασμό μας με περισσότερες πληροφορίες, απ’ όσες αρχικά υποπτευόμαστε, ενώ η παράλειψη στον περιορισμό του αφηγητή στα όρια του εαυτού του ως ήρωα. Οι παραλείψεις εγείρουν αγωνία, δημιουργούν μυστήριο, και από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστικής διαδικασίας ειρωνεία, αυτό οφείλεται αφ’ ενός στην ανισότητα μεταξύ της πληροφορίας που δίνεται από τον ήρωα και της ερμηνείας που προσφέρει ο αναγνώστης. Έτσι, οι μεταβολές στην εστίαση διασπούν κατά κάποιο τρόπο την ταυτότητα που δημιουργεί η πρωτοπρόσωπη αντωνυμία […]
Τα διηγήματα αυτά παρουσιάζονται κάπως αργά στη διηγηματογραφική παραγωγή του συγγραφέα, γύρω στο 1900, γράφτηκαν σε διάστημα μικρότερο της διετίας (1899-1901) […].
Σχεδόν κατά γενική ομολογία τα διηγήματα αυτά θεωρούνται «αυτοβιογραφικά», «αυτοψυχογραφικά», «ντοκουμέντα για το πλησίασμα της προσωπικότητας και του έργου του συγγραφέα» που μαρτυρούν ότι ο «ηθικός κόσμος του Παπαδιαμάντη δοκιμάζεται από τον κρυφό κι ανικανοποίητο ερωτισμό του, από τα πάθη του, από τις εισβολές του πονηρού» […].
Με δυο λόγια, η μέχρι σήμερα κριτική κυμαίνεται ανάμεσα στα σημασία και στην αξία των έργων αυτών. Και όσον αφορά στη σημασία τα εξηγεί -πράγμα όχι και τόσο δύσκολο- σύμφωνα με μια βιογραφική προοπτική την οποία όμως ασκεί με απλουστευτικό τρόπο. Οι κριτικοί, δηλαδή, δεν αρκούνται να δείξουν ότι το κείμενο «βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση με το συγγραφέα του και ότι μπορεί γι’ αυτό να γίνει κατανοητό, εάν τα στοιχεία του συσχετιστούν με μια ψυχολογική αληθοφάνεια» […] αλλά θεωρούν τα έργα αυτοβιογραφικά με την περιορισμένη και περιοριστική μάλλον έννοια της συμπερίληψης συμπαγών κομματιών της ζωής του συγγραφέα στο κείμενο. Έτσι, καταλήγουν στην απομόνωση στοιχείων που θεωρούνται ενδεικτικά είτε των ψυχολογικών τραυμάτων του συγγραφέα, που προέρχονται από την κοινωνική του μειονεξία, είτε εκφράσεις του απωθημένου και ανολοκλήρωτου ερωτισμού του.

Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη, Αφηγηματικές Τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, 1887-1910, Αθ.: Κέδρος, 1987, σελίδες 243-249.

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ - Σωκράτης Μάλαμας