Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Παιδικὴ Πασχαλιά, Ἀναμνήσεις


Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γριὰ Κομνιανάκαινα, ἂν (καί) δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δυὸ ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποῦ ἐστενοχώρουν κ᾿ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις.
Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾿ ἀπ᾿ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
Γιατί τὰ φόρεσα κ᾿ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ῾χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾿ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε» καὶ ἡτοιμάζετο ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίες ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσω δυὸ γογγυσμῶν, ἔβαλε μίαν φωνήν, κ᾿ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινο- ἐρχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
- Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾿ τὸ εἶπα, στὸ νεροχύτη!
Κ᾿ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής. Βεβαίως ἡ γριὰ - Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾿ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πράγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιάτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάση νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποὺ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾿ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώση κάτι τι εἷς μίαν πτωχὴν γυναίκα διὰ νὰ τὴν «κυττάξη» κ᾿ ἐπέβαλλε βαρείαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλε ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἄν, ἢ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.
Ὁ καπεταν-Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾿ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἐγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὠμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρυμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾿ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾿ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.
Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ τῆς εἷς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὑταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις! Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾿ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρίσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνα της. Ξού, ξένη!...
Ὡς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πελάγος σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάση τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθενειάν της. Ἀλλ᾿ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῆ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δυὸ ὀρφανῶν ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾿ ἀποκτήση μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾿ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῶ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε, οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸν μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾿ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρός, τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παρεξενιά της, ἥτις ἐνῶ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλαῖται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βήχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἠξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον κ᾿ ἔλεγεν:
- Ἄχ! Τί γλυκιὰ πού ῾ν᾿ ἡ ζωή!
Πέρυσι ὤ! πέρυσι τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάφῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ῥιζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἷς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾿ Ὀχτωήχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστὸ τὸν πάντων βασιλέα.
................................................................
Σύρε μητέρα μ᾿ στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
Κ᾿ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῆς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ
Ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
Τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ῾χῃς χαρὲς μεγάλες.

Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δ᾿ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἢ καλῆ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δυὸ ἀρτιβαφὴ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία δυὸ αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκατὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.
Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾿ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾿ ἐαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾿ ἀνεδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Κ᾿ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῆ.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἐαυτόν του.
Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σάββατο τὸ βράδυ θὰ ῾ρθῆ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!) νὰ φέρη τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!) καὶ τότε νὰ ἰδῆς τὸ παραμύθι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!»
Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ᾿ θῆ ἡ κουούνα νὰ φέη τοῦ τσί-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρὸς τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἷς μίαν γωνίας, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐκσέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴ φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! Θὰ ῾ρθῆ ἡ κουρούνα! ἄμ᾿ δὲ θὰ ῾ρθῆ!» Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δυὸ παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοὺς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυόπνοουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾿ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾿ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾿ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὖς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστόν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὖρε ὁ χρόνος.
Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾿ ἐνῷ σήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ἄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἷς τὸ ὕπαιθρο, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῶ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρᾶς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ καὶ ἢ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ ταφέντα, ὡς τὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἶμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!». Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε Ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾶ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα) ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς.
Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πὼς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη...
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τᾶς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! Τί θρίαμβος! Φαντασθῆτε ὡραίας μικρᾶς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾿ ὃ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῆ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν.
Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεία ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾿ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾿ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾿ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην.
Εἷς δ᾿ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίας, εἷς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾿ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾿ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καὶ τίνες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τᾶς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δυὸ ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφὴ καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφότερα.
- Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
- Ὄχι, ἡ δική μου.
- Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾿ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾿ εἶναι πλιὸ καλή.
- Ἐμένα ἡ μάννα μ᾿ τὴν ἐστόλισε μονάχη της.
- Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾿;
- Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾿!
- Τέτοια παλιολαμπάδα!
- Ναί, παλιολαμπάδα;... νά!...
- Νὰ κ᾿ ἐσύ!
- Νὰ κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾿ ἔγινεν ἢ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατείαν κ᾿ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾿ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχα της. Εἶχε κ᾿ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιᾶς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν μαστίζουν, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἕως ὅτου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δυὸ ὀρφανὰ δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δυὸ τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθώας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.
Εὐτυχῶς ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολεττί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δυὸ παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾿ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.
Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεία μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας Σου!».

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Ντελησυφέρω


Πῶς ἐβιάσθη κ᾿ ἐσήμαινε τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανώλης ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων; Ἢ ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾿ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν ἐγέλασε. Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξη, τώρα ἐχτύπησε βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα. Κ᾿ ἡ θειὰ-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἡ κοινῶς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις εἶχε κλείσει τ᾿ ὄμμα εἰς ἐλαφρὸν ὕπνον, καὶ ἀμέσως τὴν ἐξύπνησε τῶν κωδώνων ἡ χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αὐτὴ ὁποὺ τὶς ἄλλες χρονιὲς ἦτον ἐπὶ ποδὸς μίαν ὥραν ἀρχύτερα, πρὶν σημάνῃ, στολισμένη κ᾿ ἕτοιμη, διὰ νὰ πάῃ μὲ τὴν ὥραν της νὰ πιάσῃ καὶ τὸ στασίδι της, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν -τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἀνώγειον γυναικωνίτην, εἰς τὸ ἐπίπεδον τοῦ ναοῦ, κατὰ τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν-, τώρα μόλις θὰ πρόφθανε νὰ ἐνδυθῇ καὶ νὰ ἑτοιμασθῇ καὶ θὰ ἔτρεχε μὲ βίαν, μήπως προλάβῃ καμμία ἄλλη, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δυὸ φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους, καὶ τῆς πάρῃ μὲ ἀδιακρισίαν τὸ στασίδι της. Ἐσηκώθη, ἐνεδύθη κ᾿ ἐστολίσθη, κ᾿ ἐφόρεσε τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν της. ἐσήκωσε τὸν μικρὸν ἐγγονόν της, τὸν ἔνιψε, τὸν ἐστόλισε, ἄφησε τὴν νύμφην της, τὴν χήραν, νὰ κοιμᾶται μαζὶ μὲ τὸ μικρὸν κοράσιόν της, ἄναψε τὸ φαναράκι της κ᾿ ἐξῆλθε, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν ἐγγονόν της. Κ᾿ εἶχε δίκαιον νὰ ἀνησυχῇ διὰ τὸ στασίδι, διότι οἱ περισσότερες, οἱ τωρινές, εἶναι βιλάνες, σοῦσες-μαροῦσες, ἀναφάνταλες, ἀστάνευτες. Δὲν ξέρει καθεμιὰ τὴν ἀράδα της. Αὐτή, διὰ νὰ ξέρῃ καλὰ τὴν δική της καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ πάντα τρόπον νὰ τὴν φυλάξῃ, τῆς ἔβγαλαν κι αὐτὸ τὸ παρεγκώμι, καὶ τὴν εἶπαν Ντελησυφέρω. Οἱ τωρινές, ἐνόμιζαν τάχα πὼς ἦτον «ντελήδισσα γιὰ τὸ συμφέρο της» καὶ δὲν ἐνθυμοῦντο πλέον τὰ παραμύθια τῆς κυρούλας τους: «Κίνησ᾿ ὁ βασιλιᾶς νὰ πάῃ στὸ σεφέρι», ὁποὺ θὰ πῇ ἐκστρατεία, πόλεμος.
Καὶ τῷ ὄντι, μὲ τὸ ν᾿ ἀγαπᾷ τὸν πόλεμον ἡ θειὰ-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἀπεδεικνύετο, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρῃ συμφωνοτάτη μὲ τὸν παλαιόν, ὅστις εἶπε: «Πόλεμος πάντων πατήρ». Πόλεμον εἰς ὅλην τὴν γυναικείαν σφαῖραν της, πόλεμον καὶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τὴν ἀνδρικὴν ἀκόμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ ἔχῃ μέγα φρόνημα καὶ θάρρος ἡ Χρήσταινα, χηρεύουσα νέα, ἀναγκασμένη νὰ εἶναι καὶ πατέρας καὶ μάννα διὰ τὰ ὀρφανά της. Ἔπειτα, ὅταν ὁ υἱός της ἀπέθανε καὶ τῆς ἄφησε δευτέραν ὀρφάνια, καὶ πάππος καὶ μάμμη διὰ τὰ ἐγγόνια της. Πόλεμον εἰς τὴν οἰκίαν διὰ νὰ ἐπιβάλλῃ τὴν πειθαρχίαν εἰς τὰ τέκνα της ἢ εἰς τὴν νύμφην της, ἢ εἰς τὰ τέκνα τῶν τέκνων της, πόλεμον εἰς τὴν αὐλὴν καὶ εἰς τὸν δρόμον διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὴν γειτόνισσαν ἥτις τὴν ἐνωχλοῦσε - πόλεμον εἰς τὸν φοῦρνον διὰ τὰ ψωμιά, πόλεμον εἰς τὸν ἐλαιῶνα, μὲ τοὺς κακοὺς γείτονας, πόλεμον εἰς τὴν ἀγορὰν μὲ τοὺς αἰσχροκερδεῖς καπήλους καὶ τοκογλύφους, πόλεμον εἰς τὰ δημόσια γραφεῖα καὶ τ᾿ ἀρχεῖα μὲ τοὺς καταπιεστὰς ὑπαλλήλους καὶ εἰσπράκτορας, πόλεμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸ στασίδι καὶ διὰ τὴν «ἀράδα της».
Ἦτον ὑψηλή, ἰσχνή, μελαψὴ καὶ ρωμαλέα. Ἄνδρας εἰς τὴν ζωήν της θὰ εἶχε δείρει, κατὰ καιρούς, πέντε ἢ ἕξ· ἕνα πλεονέκτην γείτονα εἰς τὰ κτήματά της, ἕνα μικρέμπορον ὁποὺ τῆς «ἐπανώγραφε» τὰ ὀλίγα βερεσέδια της, ἕνα νέον χωροφύλακα, κ᾿ ἕνα εἰσπράκτορα τοῦ δημοσίου, ὁποὺ τῆς ἐζήτει, καθὼς ἰσχυρίζετο αὐτή, δυὸ φορὲς τὸν ἴδιον φόρον. Γυναῖκες εἶχε δείρει παραπολλὰς εἰς τὸν φοῦρνον καὶ εἰς ἕνα αὐλόγυρον, ὅπου ἅπλωναν τὰ πλυμένα ροῦχα, καὶ εἰς τὴν ἐξοχήν, κι ἀλλοῦ, καὶ μίαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Εὐτυχῶς, αὐτὴν τὴν φοράν, ἐκείνη ἥτις εἶχε τολμήσει νὰ τῆς πάρῃ τὸ στασίδι της -πρέπει νὰ ἦτον πολὺ ἄπειρος, διότι ἄλλως δὲν θὰ ἐτόλμᾳ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ντελησυφέρω- ἴσως διότι τὸ ἔκαμεν ἐξ ἀγνοίας, ἐφάνη λίαν ἐνδοτική. Ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, μὲ τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν, καὶ τὸ βλοσυρὸν βλέμμα, νὰ ἐπέρχεται, ὡς θύελλα, κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς αὐτὴν (μία γείτων κάτι τῆς ἐψιθύρισεν εἰς τὸ ὠτίον), ἐξῆλθε καὶ παρεχώρησε τὴν θέσιν.
- Ἔλα, θεία-Μαργώ, εἶπεν. Ἐγὼ δὲν τὄ ῾ξευρα, πλιό, πὼς ἦτον δικό σου τὸ στασίδι.
Καὶ τὸ ἐπεισόδιον ἔληξε μετ᾿ ὀλίγους ψιθυρισμούς. Δὲν συνέβη, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, οὔτε δάρσιμον, οὔτε μαλλιοτράβηγμα εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν γηραιῶν γυναικῶν.
Εἰς τὴν ἀντικρινήν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἐφαίνοντο μερικὰ πρόσωπα ἀνδρῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ ἄλλοι νὰ μορφάζουν. Κάτι ἄλλο συνέβαινε.
Δυὸ παράξενοι γέροι, ὁ Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾿ ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπᾶς ἢ ὁ ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτὴν καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο ὑποβολεύς:
- «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω. Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».
Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:
- «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».
Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δυὸ ἢ τρία στασίδια παρεμπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν:
- Τ᾿ ἀκοῦτε, χριστιανοί;... τ᾿ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!... Θὰ γλυτώναμε ἀπ᾿ τὸν κόπο νὰ ῾ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιά.
Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας.
Εἶτα πάλιν, ὅταν ὁ ψάλτης ἤρχισε:
- «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός...» Ὁ Νταραδῆμος συνέψαλλε μαζί του, καὶ ὁ γέρο-Κονόμος:
- Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά... ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά... δὲν τὸν παίρνουν δάσκαλο, νὰ τοὺς μάθῃ τζάμπα!
Καὶ οἱ παρεστῶτες ἀκουσίως ἐμειδίων.
Ἀκολούθως, μίαν στιγμὴν πρὶν ὁ παπα-Μανώλης νὰ ἐκφωνήση: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης...», ὁ Νταραδῆμος ἀπήγγελλε: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεύς...» Κι ὁ γέρο-Κονόμος:
- Τ᾿ ἀκούσατε, χριστιανοί; Δυὸ λειτουργίες κάνουμε τώρα... Πᾶνε καὶ σκοτίζονται καὶ πληρώνουν γιὰ νὰ γένουν παπᾶδες... δὲν βάζουν τὸν Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ παπᾶς καὶ διάκος καὶ ψάλτης.
Μετὰ πέντε λεπτὰ κάποιος μικρὸς συγκλονισμὸς ἐφάνη ἐντὸς τοῦ χοροῦ, μεταξὺ τοῦ κύκλου ὀλίγων μαγκῶν καὶ μαθητῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ σχολείου, οἵτινες περιεβόμβουν τὰ ἀναλόγια. Ἐπρόκειτο νὰ κανοναρχήσουν τὰς «προαιρέσεις». Τὸν εἱρμὸν τῆς θ´ ᾠδῆς, ὅστις τελειώνει εἰς τὰς λέξεις «ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις, δίδου», ἄδηλον ἂν ὁ κὺρ Ἀναγνώστης τῆς Εὐγενίτσας ἢ ὁ μπαρμπ᾿ Ἀναγνώστης ὁ Παρθένης ἢ ἄλλος τις προγενέστερος αὐτοῦ, τὸν ἠρμνήνευσεν ὅτι ἐσήμαινε νὰ δίδωνται, χάριν τῆς ἡμέρας, προαιρετικὰ φιλοδωρήματα εἰς τὸν κανονάρχον, καὶ εἶχεν εἰσαχθεῖ ἔθιμον, ὅταν τὸ παιδίον τὸ κανοναρχοῦν ἐτελείωνε τὸν στίχον ἐκεῖνον, νὰ περιέρχεται τεῖνον ἀνοικτὸν τὸ Μηναῖον, πρὸς τοὺς προεστοὺς καὶ ἄλλους κατόχους τῶν στασιδίων, οἵτινες ἐφιλοτιμοῦντο νὰ ῥίπτωσιν ἐντὸς τοῦ βιβλίου ἀργυρὰ κέρματα, τουρκικά, σπανίως κανὲν σβάντζικον, διὰ ν᾿ «ἀσημώσουν» τὸν κανονάρχον.
Αὐτὴν τὴν νύκτα ἠθέλησεν ἐπιμόνως νὰ «πῇ τὰς προαιρέσεις», ὁ γυιὸς τοῦ παπα-Μανώλη, ὁ Ἀλέκος, καὶ ἤρπασεν αὐθαιρέτως τὸ Μηναῖον ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἄλλου Ἀλέκου, ὅστις ἦτο ἀνεψιὸς τοῦ προεστοῦ καὶ γυιὸς τοῦ ψάλτου. Εἶτα, ὅταν ὁ Ἀλέκος ἐκανονάρχησεν ἕως τὸ «δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόμενον» πρὶν ἀρχίσῃ τὸ «Στέργειν μὲν ἡμᾶς» μετεμελήθη κι ἔκραξε τὸν συνονόματόν του.
- Τί θέλεις;
- Δὲν λέω ἐγὼ τὰς «προαιρέσεις» ντρέπουμαι. Πές τις ἐσύ.
Ὁ ἄλλος Ἀλέκος ἤρπασεν ἀπλήστως τὸ Μηναῖον, κ᾿ ἐκανονάρχησε τὰς «προαιρέσεις». Εὐθὺς τότε ἔτρεξε γύρω-γύρω τείνων τὸ βιβλίον διὰ νὰ τὸν ἀσημώσουν. Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὸ Δεσποτικόν, ἓν ἁγυιόπαιδον ἐξάμωσε τὴν χεῖρα διὰ νὰ τοῦ ἁρπάσῃ ἕνα πενηνταράκι. Ὁ Ἀλέκος ἔκαμε νὰ κλείσῃ τὸ Μηναῖον. Ἄλλος μάγκας, ὁ Ἀλλοιβαβαῖος καλούμενος, κατέφερεν ἕνα κτύπον εἰς τὸ βιβλίον καὶ τὸ ἀνέτρεψε. Τὰ ἀργυρὰ κέρματα ἐχύθησαν μετὰ κρότου κάτω εἰς τὰς πλάκας. Δυὸ ἢ τρία παιδία ἔκυψαν μετὰ θορύβου κάτω ἀναζητοῦντα νὰ εὕρουν τ᾿ ἀργυρὰ νομίσματα.
Ὁ πλέον κερδισμένος ἀπ᾿ ὅλους ἐβγῆκεν ὁ Νικολὸς τοῦ Διανέλου, ὅστις χωρὶς νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ κύψῃ κάτω, εἶδεν ἓν σβάντζικον καὶ δυὸ ἄλλα μικρότερα κέρματα, κ᾿ ἐπρόφθασε νὰ τὰ πλακώσῃ μὲ τὸ πέλμα τῶν ποδῶν του. Ἔπειτα, ἀναβλέψας καὶ ἰδὼν τοὺς γέρους νὰ σταυροκοποῦνται -ἐπειδὴ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐψάλλετο τὸ ἀκροτελεύτιον «τὴν χάριν δέ, Παρθένε, νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος», τοὺς ἐμιμήθη κι αὐτός, μὲ πολλὴν εὐλάβειαν.
Τέλος, ἐμβῆκαν εἰς τὴν καθ᾿ αὐτὸ λειτουργίαν, ἥτις διεξήχθη πολὺ σύντομα. Περὶ τὸ τέλος ἀκριβῶς, πρὶν ὁ παπᾶς εἴπῃ τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», κάτω ἀπὸ τὸ τελευταῖον στασίδιον, ἠκούσθη καὶ πάλιν ἡ φωνὴ τοῦ γερο-Νταραδήμου:
- Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν... «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως!... Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος...
Ὁ γέρο-Κονόμος, στραφεὶς μὲ τὴν μίαν πλάτην πρὸς αὐτόν, ἔκαμε μισὸν σταυρόν.
- Κύριε ἐλέησον· ... προσκυνᾶτε, χριστιανοί!... καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο, γυρίστε!
Κ᾿ ἐπῆγε ν᾿ ἀσπασθῇ καὶ νὰ λάβῃ τὸ ἀντίδωρον.
Ἔξω, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ βορείου ὑψηλοῦ χωρίου, ὀλίγον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι, ἐμαίνετο ὁ βορρᾶς. Ὁ Νταραδῆμος εἶχεν ἀνάψει τὸ φαναράκι του, ὁ καπετὰν Κονόμος τὸν ἠκολούθει μακρόθεν.
- Καρτέρει κ᾿ ἐμένα, Δῆμο, νὰ μ᾿ φέξῃς λιγάκι.
Ὄπισθεν τοῦ γέρο-Κονόμου ἤρχετο ἡ Χρήσταινα ἡ Ντελησυφέρω μὲ τὸν ἐγγονόν της.
- Καλὴ χρονιὰ γείτονα, βοήθειά μας ὁ Χριστός!
- Καλὴ ψυχή, γειτόνισσα!
Ἐπροχώρησαν ὁμοῦ ὀλίγα βήματα. Ἔφθασαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ γερο-Κονόμου.
- Ἔρχεσαι νὰ κάμουμε μία δουλειά, Δῆμο; λέγει οὖτος. Ἐσένα ἡ γριὰ σ᾿ βαριέται, δὲν θὰ σὄχῃ ζεστασιά. Ἐμένα ἡ Κονόμισσα θὰ μὄχῃ κάτι τί. Ἀνεβαίνεις; Ἐγὼ δὲν ἔχω ὕπνο.
- Καλά, θὰ σᾶς στείλω κ᾿ ἐγὼ τηγανίτες ἀλειψές, εἶπεν ἡ Ντελησυφέρω.
- Μετὰ χαρᾶς θὰ τὶς δεχτοῦμε, γειτόνισσα.
Ἀνέβηκαν οἱ δυὸ εἰς τὸ ἀρχοντικόν του γερο-Κονόμου.
Ἐστρώθησαν εἰς τὰ πλούσια μεντέρια, σιμὰ εἰς τὸ παφλάζον πῦρ τῆς ἑστίας. Τὰ φουσκάκια (ἢ τοὺς λοκμάδες) τὰ εἶχε ἕτοιμα ἡ γερόντισσα. Τὸ φαγὶ τὸ εἶχε κατεβασμένο, καὶ δὲν εἶχε ῥίψει τὸ ῥύζι διὰ τὴν σούπαν, πρὶν ἔλθῃ ὁ γέρος νὰ τῆς πῇ.
Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασεν ἡ Ντελησυφέρω, φέρουσα καὶ τηγανίτες. Φαίνεται θὰ τὶς εἶχεν ἕτοιμες ἡ χήρα, ἡ νύφη της.
Μετ᾿ ὀλίγον ᾖλθε καὶ ὁ παπα-Μανώλης, ὅστις τώρα μόλις ἐτελείωσεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν υἱόν του Ἀλέκον, τὸν ὁποῖον συνώδευε καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέκος.
Ἐῤῥίφθησαν εἰς τὰ φουσκάκια. Ὁ Ἀλέκος τοῦ παπᾶ δάγκανεν ἕν, ἐκαίετο καὶ τὸ ἐφύσα. Ὁ ἄλλος ὁ συνονόματός του, ἔτρωγεν ἀνὰ δυὸ-δυό, χωρὶς νὰ καίεται.
Ἡ φιάλη μὲ τὴν μαστίχαν ἔκαμε δυό-τρεῖς γύρους.
Τέλος ὁ γέρο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον:
- Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἐξέχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν;
- Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ᾖρθε.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν Ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα».
Μυστήριον ξένον...

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Ἀσημάκης Γιαλαμᾶς (1913-2005) - Εἰς μνήμην Παπαδιαμάντη

Ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, ὁ ἅγιος τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ, ἔγραφε τὰ διηγήματά του στὶς ἐφημερίδες, ποὺ ἐργαζόταν. Διηγήματα - συναξάρια τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων τοῦ νησιοῦ του, φτωχῶν βιοπαλαιστῶν τῶν περισσοτέρων τῆς ζωῆς, ὅπως τὴ θυμόταν ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια.
Τὶς ἀναμνήσεις του ἔγραφε ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιὰ ἀνάμνησή μου θὰ διηγηθῶ κι ἐγὼ σχετικὴ μὲ αὐτόν. Δὲν τὸν γνώρισα. Εἶχε πεθάνει ἀρκετὰ χρόνια, πρὶν ἐγὼ ἐπιδοθῶ στὴ δημοσιογραφία. Γνώρισα ὅμως ἕναν, ποὺ τὸν εἶχε γνωρίσει. Ἕνα παλιὸ δημοσιογράφο. Τώρα δὲ ζεῖ οὔτ᾿ αὐτός. Τότε, ποὺ τὸν γνώρισα, ἦταν κιόλας γέρος.
- Ναί, τὸν θυμᾶμαι, τὸν Παπαδιαμάντη, μοῦ εἶπε μία μέρα. Τὸν θυμᾶμαι πολὺ καλά. Ἕνα διάστημα ἐργαζόμουν στὴν ἐφημερίδα ποὺ ἐργαζόταν κι αὐτός. Ἐκεῖ ἔγραφε τότε καὶ τὰ διηγήματά του, τὶς ἑορτές.
Ἐγὼ ἤμουν νεαρὸς συντάκτης κι ἔγραφα οἰκονομικὲς εἰδήσεις. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴ λογοτεχνία καὶ τὸν Παπαδιαμάντη τὸν ἔβλεπα μὲ σεβασμό. Λογάριαζα μάλιστα, νὰ τοῦ δώσω, νὰ διαβάσει μερικὰ διηγήματα, ποὺ εἶχα γράψει, γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Δίσταζα ὅμως, νὰ τὸν ἐνοχλήσω, γιατὶ τὸν ἔβλεπα, νὰ εἶναι καταβεβλημένος. Δὲν ἦταν καὶ τόσο καλὰ στὴν ὑγεία του, ἐκείνη τὴν ἐποχή. Περίμενα, νὰ τὸν δῶ, νά ῾ναι καλύτερα, γιὰ νὰ τοῦ δώσω τὴ λογοτεχνική μου ἐργασία.
Τελικά, ὅμως αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, γιατὶ συνέβη κάτι, ποὺ μὲ ἔφερε στὴ θέση ἐνόχου ἀπέναντί του. Δὲν ἔφταιγα ἐγώ. Οἱ περιστάσεις δημιούργησαν αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μ᾿ ἔθλιψε κι ἐμένα.
Νά, τί ἀκριβῶς συνέβη.
Ἔρχονταν Χριστούγεννα καὶ τὴν παραμονὴ ἑτοιμαζόταν τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας. Ὁ ἀρχισυντάκτης ἦταν στὸ τυπογραφεῖο καὶ «ἔκλεινε τὶς σελίδες», ὅπως λέγαμε τότε στὴ δημοσιογραφικὴ γλῶσσα. (Παρένθεση. Τώρα ὁ τρόπος τῆς ἔκδοσης τῶν ἐντύπων ἔχει ἀλλάξει ἄρδην. Ἡ τεχνολογία ἔχει κάνει καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τεράστιες προόδους. Τότε οἱ ἀράδες τῶν κειμένων χύνονταν σὲ σελίδες πάνω σ᾿ ἕνα μεγάλο μάρμαρο. Κλείνω τὴν παρένθεση καὶ συνεχίζω τὴ διήγηση τοῦ παλιοῦ γνωστοῦ μου δημοσιογράφου).
- Ὅλο τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο ἦταν ἕτοιμο, σελιδοποιημένο. Δηλαδή, ὅλες οἱ σελίδες του ἦσαν ὁλοκληρωμένες ἐπάνω στὸ μάρμαρο, ἕτοιμες νὰ σταλοῦν στὸ πιεστήριο, ὅταν κατέφθασα ἐγὼ μὲ μιὰ οἰκονομικὴ εἴδηση σημαντική. Τώρα δὲν τὴ θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Ἦταν κάτι σχετικὸ μὲ μετοχὲς καὶ μὲ τιμὲς συναλλαγμάτων. Εἶχα γράψει ἐκτενῶς τὸ θέμα σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Μόλις τὰ εἶδε ὁ ἀρχισυντάκτης, μοῦ εἶπε:
- Ποῦ νὰ τὰ βάλω τώρα ὅλ᾿ αὐτά;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δέ μοῦ ῾πεφτε λόγος.
- Ἐγὼ ἔχω καθῆκον νὰ φέρω τὴν εἴδηση, τοῦ εἶπα.
- Ναί, ἀλλὰ τὴν ἔφερες ἀργά, μοῦ ἀπάντησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
- Ἄργησε ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου καὶ τοῦ ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν, δικαιολογήθηκα ἐγώ.
Καὶ εἶχε πράγματι ἐκδοθεῖ ἀργά. Ὁ ἀρχισυντάκτης ξανακοίταξε τὰ χειρόγραφά μου, κοίταξε καὶ τὶς σελίδες ἐπάνω στὸ μαρμάρινο τραπέζι τοῦ τυπογραφείου καὶ μοῦ εἶπε:
- Δὲ βλέπεις; Ὅλη ἡ ὕλη εἶναι ἕτοιμη. Τί νὰ πετάξω γιὰ νὰ βάλω τὴ δική σου εἴδηση.
- Δὲν ξέρω, ἀπάντησα.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει, ὅτι ἤθελα νὰ τὸν πιέσω μὲ τὴν παρουσία μου, νὰ βάλει τὴ δική μου εἴδηση, πετώντας κάτι ἄλλο, χαιρέτησα κι ἔφυγα.
Πέρασε ἡ ἀργία τῶν Χριστουγέννων καὶ ξαναπῆγα στὴ δουλειά μου. Μόλις μπῆκα στὰ γραφεῖα στὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδας, μοῦ εἶπε ὁ κλητῆρας:
- Σᾶς θέλει ὁ κύριος διευθυντής. Σᾶς ζήτησε τρεῖς φορὲς ἀπὸ τὸ πρωί.
Ἀνησύχησα. Τί νὰ μὲ ἤθελε; Πῆγα κατ᾿ εὐθεῖαν στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ. Ἐκεῖνος, μόλις μπῆκα, μὲ ρώτησε ἀπότομα, κοιτώντας με αὐστηρά:
- Γιατί δὲν ἔφερες τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση;
- Τὴν ἔφερα, ἀπάντησα ἐγὼ ἀμέσως.
- Τὴν ἔφερες; Ἔκανε ὁ διευθυντὴς συνοφρυωμένος.
- Μάλιστα, τὴν ἔφερα.
- Καὶ γιατί δὲν μπῆκε;
Τί νὰ τοῦ ῾λεγα; Δὲν τὸν θεώρησα σωστό, νὰ τοῦ φανερώσω αὐτά, ποὺ εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης. Γι᾿ αὐτὸ σήκωσα τοὺς ὤμους καὶ τοῦ ἀπάντησα:
- Δὲν ξέρω.
- Σὲ ποιὸν τὴν ἔδωσες τὴν εἴδηση; ρώτησε ὁ διευθυντής.
- Στὸν κύριο ἀρχισυντάκτη, ἀπάντησα μὲ κάποιο δισταγμό.
Δὲν ἤθελα πάλι νὰ ἐκθέσω τὸν ἀρχισυντάκτη, ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν μποροῦσα ξεφύγω. Ὁ διευθυντὴς χτύπησε τὸ κουδούνι, νά ῾ρθει ὁ κλητήρας. Ἄνοιξε τὴν πόρτα κι ἐμφανίστηκε ὁ κλητήρας.
- Ἦρθε ὁ ἀρχισυντάκτης; τὸν ρώτησε ὁ διευθυντής.
- Ὄχι ἀκόμα, κύριε διευθυντά.
- Ὅταν ἔρθει, πές του, ὅτι τὸν θέλω.
- Μάλιστα.
Ὁ κλητήρας ἔφυγε κλείνοντας τὴν πόρτα καὶ ὁ διευθυντὴς στράφηκε σὲ μένα.
- Μὴ φύγεις, μοῦ εἶπε. Κάθισε, ὥσπου νά ῾ρθει ὁ ἀρχισυντάκτης.
Καὶ μοῦ ῾δειξε ἕνα κάθισμα.
Δὲν εἶχα προφθάσει νὰ καθίσω, καλὰ - καλά, καὶ ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ γραφείου. Μπῆκε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ χαιρέτησε:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, τοῦ ἀπάντησε βιαστικὰ ὁ διευθυντὴς καὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ θέμα.
- Δὲ μοῦ λές, σὲ παρακαλῶ, εἶπε στὸν ἀρχισυντάκτη. Γιατί δὲν μπῆκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση, ποὺ ἔφερε ὁ συντάκτης;
Κι ἔδειξε ἐμένα, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχα σηκωθεῖ ὄρθιος.
- Τὴν ἔφερε ἀργά, κύριε διευθυντά, δικαιολογήθηκε ὁ ἀρχισυντάκτης.
Ὁ διευθυντὴς κοίταξε ἐμένα.
- Ἄργησε νὰ βγεῖ ἡ ἀνακοίνωση τοῦ χρηματιστηρίου, δικαιολογήθηκα κι ἐγὼ μὲ τὴ σειρά μου.
Ὁ διευθυντὴς ξαναστράφηκε στὸν ἀρχισυντάκτη.
- Δηλαδή, τὸν ρώτησε, εἶχαν πάει οἱ σελίδες στὸ πιεστήριο;
- Ὄχι, ἀλλ᾿ ὅλη ἡ ὕλη ἦταν ἕτοιμη, ἐξήγησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
- Τότε κακῶς δὲν μπῆκε ἡ εἴδηση, ξέσπασε ὁ διευθυντής.
- Μὰ ἔπρεπε νὰ πετάξω κάποιο ἄλλο κομμάτι, ποὺ εἶχε ἤδη στοιχειοθετηθεῖ, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης.
- Ἂς πετοῦσες, φώναξε ὁ διευθυντής.
- Ποιὸ νὰ πετοῦσα;
- Ποιὸ νὰ πετοῦσες;
Ὁ διευθυντὴς ἔπιασε τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς ἐφημερίδας, ποὺ εἶχε μπροστά του, κι ἔδειξε τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
- Νά, αὐτὸ νὰ πετοῦσες, εἶπε, χτυπώντας τὸ χέρι του πάνω στὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης τὸν κοίταξε μὲ ἔκπληξη, ἀλλὰ καὶ μὲ λύπη, γιὰ τὴ βεβήλωση ποὺ γινόταν στὸ κείμενο τοῦ θαυμάσιου ἐκείνου λογίου καὶ ἀγαθότατου ἀνθρώπου.
- Τὸ διήγημα τοῦ κυρίου Παπαδιαμάντη; Ρώτησε μὲ τόνο φωνῆς, ποὺ ἐκδήλωνε τὰ αἰσθήματά του ἐκείνης τῆς στιγμῆς.
- Μάλιστα, τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἐπανέλαβε ἀμείλικτος ὁ διευθυντής.
Ὁ ἀρχισυντάκτης κατέβασε τὸ κεφάλι.
- Θὰ ἦταν κρῖμα, εἶπε.
- Γιατί κρῖμα; Ρώτησε νευριασμένος ὁ διευθυντής.
- Γιατί ἔχει γίνει παράδοση πιά, νὰ δημοσιεύεται κάθε Χριστούγεννα ἕνα διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη.
- Ἔ, καλά! Ἂς μὴ δημοσιευότανε καὶ μία χρονιά, δὲ χαλάει ὁ κόσμος.
- Μὰ κουράστηκε ὁ ἄνθρωπος, νὰ τὸ γράψει.
- Θὰ τοῦ τὸ πληρώναμε.
- Χωρὶς νὰ δημοσιευτεῖ; Δὲ θὰ δεχότανε ποτέ. Δὲν τὸν ξέρετε τὸν κύριο Παπαδιαμάντη;
- Ὄχ, ἀδελφέ! Πολὺ τὸ ρίξαμε στὶς αἰσθηματικότητες. Ἐγὼ σοῦ λέω, ὅτι ἦταν μεγάλη παράλειψη, ποὺ δὲ δημοσιεύτηκε ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Ἦταν σπουδαία εἴδηση κι ἐνδιαφέρει πολὺν κόσμο. Τὸ διήγημα ποιὸν ἐνδιαφέρει;
- Διαβάζεται καὶ τὸ διήγημα, παρατήρησε κάπως δειλὰ ὁ ἀρχισυντάκτης.
- Μπορεῖ νὰ διαβάζεται, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρει ἄμεσα κανέναν βροντοφώναξε ὁ διευθυντής. Ἐγὼ βγάζουμε ἐφημερίδα, δὲν κάνουμε φιλολογία. Ἂς τὸ καταλάβουμε...
Αὐτὰ εἶπε κι ἔσκυψε τὸ κεφάλι του σὲ κάτι χειρόγραφα, ποὺ εἶχε μπροστά του, σημεῖο ὅτι δὲν ἤθελε πιὰ καμιὰ κουβέντα. Ὁ ἀρχισυντάκτης κι ἐγὼ χαιρετίσαμε καὶ βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο...
Ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἀρχισυντάκτης τὴ λογοτεχνία κι ἐκτιμοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη. Κι ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ, στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε. Στὸ βλέμμα του ὑπῆρχε θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.
- Τί λὲς ἐσὺ γι᾿ αὐτά; μὲ ρώτησε.
- Τί νὰ πῶ; ἀπάντησα.
Ἡ θέση μου ἦταν λεπτή, ἤμουν καὶ νέος καὶ δίστασα νὰ πῶ ἐλεύθερα τὴ γνώμη μου.
- Νὰ πετοῦσα τὸ διήγημα, εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης καὶ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του.
Τότε κι ἐγὼ ξεσπάθωσα.
- Κι ἐγὼ στὴ θέση σας τὸ ἴδιο θά ῾κανα, εἶπα ζωηρά. Δὲ θὰ πετοῦσα ποτὲ τὸ διήγημα.
Ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ ξανακοίταξε κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀχνοφάνηκε στὰ χείλη του.
- Ἄκουσες ὅμως τὸν διευθυντή; μοῦ εἶπε. Τὸ διήγημα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν. Ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιαφέρει, εἶναι ἡ οἰκονομικὴ εἴδηση. Τὸ χρῆμα.
Κούνησα καταφατικὰ τὸ κεφάλι μου.
- Καὶ τὸ πνεῦμα; ἔκανε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ φανερὸ πόνο καὶ ἀγανάκτηση. Δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν τὸ πνεῦμα;
Δὲν ἀπάντησα. Κοιτοῦσα σιωπηλὸς τὸν ἀρχισυντάκτη, ποὺ φαινόταν ταραγμένος.
- Ἄκουσε, νεαρέ, μοῦ εἶπε καὶ ἡ ἔξαψή του ὅλο καὶ μεγάλωνε. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια, οὔτε σὺ δὲ θὰ θυμᾶσαι τὴ σπουδαία εἴδηση, ποὺ ἔφερες. Κανεὶς δὲ θὰ τὴ θυμᾶται. Τὸ διήγημα ὅμως τοῦ Παπαδιαμάντη θὰ μείνει. Σημείωσε αὐτό, ποὺ σοῦ λέω. Ποτὲ δὲ θὰ ξεχαστεῖ αὐτὸ τὸ διήγημα. Ποτέ, ὅσο ὑπάρχει ἡ φυλή μας καὶ ἡ γλῶσσα μας, γιὰ νὰ μὴν πῶ, ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι.
Εἶχε φουντώσει καὶ τὰ μάτια του ἔλαμπαν.
- Ναί, εἶπα κι ἐγὼ σιγανὰ καὶ διακριτικά. Εἶναι ὡραῖο διήγημα.
- Τὸ διάβασες; μὲ ρώτησε ὁ ἀρχισυντάκτης.
- Μάλιστα, τὸ διάβασα. Εἶναι πραγματικὰ ἔξοχο.
- Ἀριστούργημα! εἶπε ὁ ἀρχισυντάκτης μὲ βαθιὰ φωνὴ μισοκλείνοντας τὰ μάτια.
Ἔπειτα, ἔδειξε πρὸς τὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντοῦ καὶ πρόσθεσε:
- Κι αὐτὸς ἐκεῖ μοῦ λέει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ πετάξω! Νὰ χαθεῖ ἕνα τέτοιο διήγημα! Γιατὶ θὰ χανόταν. Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν κρατάει ἀντίγραφο. Κι οὔτε θὰ καθόταν, νὰ τὸ ξαναγράψει.
- Ναί, θὰ ἦταν κρῖμα, νὰ χαθεῖ, συμφώνησα κι ἐγώ.
Ἐκεῖ σταμάτησε ἡ κουβέντα μας. Ὁ ἀρχισυντάκτης προχώρησε πρὸς τὸ γραφεῖο τῆς σύνταξης.
Δὲν ξέρω, ἂν ἔφθασε τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ Παπαδιαμάντη. Πάντως ἐγὼ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα αἰσθανόμουν σὰν ἔνοχος ἀπέναντί του καὶ ποτὲ δὲν τόλμησα νὰ τοῦ δώσω τὰ διηγήματά μου γιὰ νὰ μοῦ πεῖ τὴ γνώμη του.
Ὅσο γιὰ τὰ λόγια, ποὺ μοῦ εἶπε τότε ὁ ἀρχισυντάκτης, ἀποδείχτηκαν προφητικά. Σήμερα ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια, οὔτε κι ἐγὼ θυμᾶμαι τὴν οἰκονομικὴ εἴδηση, ἐνῷ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι πασίγνωστο. Ἔχει μπεῖ στὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα.
Κάποτε ἂν σοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, γράψε αὐτὸ τὸ περιστατικό, ποὺ σοῦ διηγήθηκα, μοῦ εἶπε τελειώνοντας ὁ παλιὸς δημοσιογράφος, καὶ ἀφιέρωσέ το στὴ μνήμη τοῦ Παπαδιαμάντη.
Αὐτὸ ἔκανα...

Ἄρθρο στὴν ἐφημερίδα Ριζοσπάστης, Κυριακὴ 9 Δεκέμβρη 2001
http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=9/12/2001&id=2242&pageNo=8&direction=1

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Κωστῆς Παλαμᾶς - Ὁ Παπαδιαμάντης

Ὁ Ἀλέξαντρος Παπαδιαμάντης, ποιητὴς μὲ τὸν πεζὸ τὸ λόγο, καὶ κάποτε, μὰ πολὺ σπάνια, μὲ τὸ στίχο, ἕνας ἀπὸ τοὺς ξεχωριστοὺς ἁρμονικοὺς ἀντιπροσώπους τῆς νέας καὶ ἄμουσης ἀκόμα σὲ πολλὰ ἑλληνικῆς ψυχῆς. Μέσα στὸ ἔργο του, τὸ ἁπλὸ καὶ τὸ ἀστόχαστο, ποὺ συνεχίζει καὶ τελειώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση σὲ κάποια της σημαντικὰ στοιχεῖα, καὶ στὰ καλὰ καὶ στὰ πονηρά, ἀκόμα καὶ μὲ τὰ νεκρὰ τῆς γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους, τὰ σπαρμένα μέσα ἐκεῖ καὶ κρατημένα μὲ κάποιο πεῖσμα καὶ μὲ κάποια ἀντίσταση καὶ μὲ ὅλη τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἀναθρεμμένου καλογερικά, μὲ τὴ μνήμη του καὶ μὲ τὴν καρδιὰ του γιομάτη ἀπὸ βιβλικὰ ρητὰ καὶ λειτουργικὰ τροπάρια. Ἐξακολουθεῖ καὶ συμπληρώνει τὴ βυζαντινὴ παράδοση μὲ κάτι τί μονότροπο καὶ σχεδὸν ἀκίνητο, μὲ κάποια χάρη καὶ συγκρατημὸ καὶ ἀφέλεια καὶ σοβαρότητα ποὺ δὲν τῆς λείπει τὸ χαμόγελο, καὶ μὲ θρησκευτικότητα ποὺ δὲν τῆς ἀπολείπει ὁλότελα καὶ ἡ ἔγνοια τοῦ κοσμικοῦ· μὲ τρόπους καὶ μὲ θέματα, μὲ σκήματα καὶ μὲ μικρογραφήματα, μὲ ἱστορίες καὶ μὲ ζωγραφιὲς ποὺ θυμίζουν κάποιες «μινιατοῦρες» τῶν πατέρων μας μέσα στὰ Βαγγέλια καὶ στὰ προσευκητάρια, ὅ,τι πιὸ δέξιο καὶ ὅ,τι πιὸ λεπτότερο ἔχει νὰ δείξη ἡ βυζαντινὴ τέχνη κάθε φορὰ ποὺ μὲ λιγοστὰ μέσα κατορθώνει πολλὰ καὶ συγκινεῖ δυνατά· πιὸ κοντά, στ᾿ ἀποτελέσματα τοῦτα, μὲ τὴν κλασικὴ τέχνη, μὲ τὴν ἀρχαία τὴν ὀμορφιά.
Τὸ ἔργο τοῦτο εἶναι μαζὶ δροσολογημένο ἀπὸ τὸ γλυκοχάραμα τῶν νέων καιρῶν. Ὁ καλόγερος ποιητής, σκεδιάζοντας συχνὰ πυκνὰ «τὰ γερὰ ἑλληνικά» τοῦ σκολειοῦ του γιὰ νὰ διαβαστῆ ἀπό τους, σὰν ἐκεῖνον, γραμματισμένους, καθὼς φαντάζεται, καὶ διαβασμένους ἀναγνῶστες του, ὁ ποιητὴς αὐτὸς εἶναι διπρόσωπος.
Μὲ τὴν ψυχή του τὴν ἄλλη, ποὺ δὲν εἶναι ξεραμένη ἀπὸ τοῦ σκολειοῦ τὴν παράδοση, βλέπει, κουβεντιάζει, ἀνασταίνει, χρωματίζει, κάνει μουσικὴ τὴ σκέψη του, ἀνοίγει τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ του γιὰ νἄμπη καθαρὸ μέσα του τὸ ἑλληνικὸ τὸ φῶς, ὁ ἑλληνικὸς ὁ ἀέρας, ἀνοίγει διάπλατες τὶς πόρτες του, γιὰ νὰ μπῆ μέσα στὸ σπίτι του καὶ νὰ καθήσῃ καὶ νὰ μιλήσῃ καὶ νὰ κλάψῃ καὶ νὰ χορέψῃ καὶ νὰ ζωγραφιστῇ καὶ νὰ ζήσῃ διαλεμένη, ξεκαθαρισμένη, μὰ πάντα, χωρὶς πόζα, χωρὶς ρητορική, χωρὶς καμιὰν ἔγνοια νὰ φαντάξῃ καὶ νὰ δειχτῇ, καὶ γιὰ τοῦτο σημαντικώτερη καὶ ἀληθινώτερη, ἁπαλὴ κι εὐγενικὴ πάντα κι ἐκεῖ ποὺ σὰν πρόστυχη φέρνεται κι ἐκεῖ ποὺ σὰν ἀκάθαρτη ξεμυτίζει, ἡ Ρωμιοσύνη κάποιων τόπων μας, μέσα στὰ νησιά μας, στὶς ἥμερες ἀκρογιαλιές μας, στὰ ζωγραφισμένα μας βουνά, στὰ ζαφειρένια μας κύματα, στὰ πρασινισμένα μας τὰ καλύβια, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἄνθρωποι φτωχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἀκέριοι καὶ ἁγνοὶ καὶ παραστατικοὶ μέσα στὰ πάθη τους, στὶς ἀγάπες τους, στὰ γλέντια τους καὶ στὰ μεθύσια τους, στὸ σάλεμα καὶ στὴν ἀκινησία τους, στὴν ταπεινότητα καὶ στὴ μικρότητά τους.
Ὁ Παπαδιαμάντης ὁ μεγάλος ζωγράφος τῶν ταπεινῶν. Ὁ ἱστοριστὴς τῶν Θαλασσινῶν Εἰδυλλίων, ὁ ἀπέριττος καὶ ἀσκημάτιστος κι ἑλκυστικὸς κι εὐκολοδιάβαστος καὶ ξεχωριστὸς ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸ τεχνικὸ τὸ ξετύλιμα τῶν ἱστοριῶν του, πρὸς ὅ,τι ὀνομάζεται συμμετρία καὶ σύνθεση. Ἁπαλὸς καὶ ἀφρόντιστος αὐτοσπουδαστής, ποὺ τραγουδᾶ πιὸ πολὺ καὶ ποὺ δημοσιογραφεῖ, παρὰ ποὺ χτίζει καὶ ποὺ καλλιτεχνεῖ τὶς ἱστορίες του· κάτι τί ἀντίθετο πρὸς τὸν ἄλλον του τὸν ὁμότεχνο καὶ τὸν ἀντίμαχο, πρὸς τὸν Καρκαβίτσα, τὸν τραχύ, τὸ φροντισμένο, τὸ δουλευτή, τὸν ἠρωικὸ δημοτικιστή, πού μας ἐπιβάλλεται μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς δύναμης, ἐκεῖ ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης μας κυριεύει μὲ τὰ στοιχεῖα τῆς χάρης. Μὰ μήπως ἡ δύναμη δὲν εἶναι χάρη; Καὶ μήπως ἡ χάρη δὲν κρύβει κάποια δική της δύναμη;
Τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη, τὸ μαζὶ ἐκκλησιαστικὸ καὶ κοσμικό, βυζαντινὸ καὶ ἀνθρώπινο, κάτι τί διδαχτικὸ καὶ κυματιστό, γελαστὸ καὶ μελαγχολικό, τὸ λυρικὸ καὶ τὸ δραματικό, τὸ δίγλωσσο καὶ δίψυχο, δείχνει, καὶ μὲ τὰ στοιχεῖα του αὐτά, ζωηρότερο, ἀπὸ ἄλλα ἔργα, τὴν κατάσταση τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς· εἶναι κείμενο καὶ μαρτυρικὸ γιὰ τὸν ἰστορικὸ καὶ τὸ μελετητὴ τῶν πραγμάτων μας καὶ τῶν καιρῶν μας ἀσύγκριτα σπουδαιότερο ἀπὸ τὶς βουλές καὶ ἀπὸ τοὺς νόμους μας. Ἀπὸ τὸν καιρό, ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια, ποὺ πρόβαλε μὲ τὸ Χρῆστο Μηλιόνη καὶ μὲ τὴ Γυφτοπούλα του, ἴσα μὲ τὰ τελευταῖα του ἔργα, ὁ ποιητὴς αὐτὸς ὁ περίφημος καὶ ὁ ἀτύπωτος, ὁ χριστιανὸς καὶ ὁ ἀλκοολικός, ὁ ψάλτης τοῦ ναοῦ καὶ ὁ πιστός τῆς ταβέρνας, ὁ λατρευόμενος ἀπὸ τοὺς νέους γύρω του καὶ ὁ ἀπλησίαστος, ὁ ντυμένος σὰ ζητιάνος, καὶ ὁ ἐμπνευσμένος σὰν ἀπὸ τὴ μοσκοβολιὰ δροσερώτατων μενεξέδων, ὁ ἀκάθαρτος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ γλυκύτατος τραγουδιστὴς τοῦ Φτωχοῦ Ἅγιου καὶ τῆς Νοσταλγοῦ, εἶδος τί Βερλαίν, μὰ πιὸ πολὺ κανονικός, μὰ λευκὸς στὴ ζωή του ὅσο δὲν ἦταν ὁ μεγάλος Φράγκος ὁμόφυλός του· ἴσα μὲ τὰ τώρα, ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε περιφρονημένος καὶ δοξασμένος, μοναχικὸς καὶ καταφρονητικός, ὅσιος καὶ ἀλήτης. Μὰ πάντα ἔσταζε κάποιο μέλι ἀπὸ τὰ χείλη του, καὶ τὸ κοντύλι του, ἔτσι ἄκοπα, ἄνετα, ἀπρόσεχτα, μὲ δυὸ τρεῖς μολυβιές μας ἄφινε στὸ χαρτὶ ἀξέχαστα «σκίτσα», ποὺ τὸ στόμα τους ἤθελε φιλί, καὶ τὰ μάτια τους γύρευαν ἀγάπη καὶ μᾶς τραβοῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀπάνου στὰ γραμμένα του καὶ μᾶς ἀντάμωνε ἀδερφώνοντάς μας μὲ τὴ συγκίνηση καὶ μὲ τὴ συμπάθεια. Τέτοιος εἶναι ὁ τεχνίτης.

(Ἐφημ. Ακρόπολις, 4 Ιανουαρίου, 1911)

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ὄνειρον Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ἀμίσθου ἱεροψάλτου

Ὁ γέρων τῆς Σκιάθου σχεδιάζει τὸ τελευταῖο του διήγημα, λίγο προτοῦ ἀποδημήσει, παραμονὲς τῶν Φώτων.

Μίμησις Ant. Tab.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, υἱὸς τοῦ ἱερέως Ἀδαμαντίου Ἐμμανουήλ, διηγηματογράφος καὶ ἱεροψάλτης, ὠνειρεύθη τὴν νύκτα τῆς 2ας πρὸς 3ην Ἰανουαρίου 1911, εἰς τὴν Σκίαθον, ὅτι εὑρίσκετο εἰς τὰς Ἀθήνας, ἔλαβε δὲ σημείωμα τοῦ Βλ. Γαβριηλίδου, μὲ τὸ ὁποῖον ὁ διευθυντὴς τῆς «Ἀκροπόλεως» τὸν ἐκάλει νὰ περάσῃ τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος. Μολονότι ἐνόησεν ὅτι ἐπρόκειτο περὶ ἀναθέσεως ἐργασίας καὶ μολονότι ἡ οἰκονομική του κατάστασις πᾶν ἄλλο ἢ ἀνθηρὰ ἦτο, ἐδυσφόρησεν ἐλαφρῶς, ἔκαμε βῶλον τὸ σημείωμα καὶ τὸ κατέπιεν, ἀλλ᾿ ἡ κατάποσις ὑπῆρξεν ὀδυνηρά πως καὶ ηὐχήθη τότε νὰ εἶχεν ὀλίγον γάλα.
Αἰφνιδίως ἐπαρουσιάσθη ὁ φίλος του Νιρβάνας, ὅστις τοῦ ἔτεινε ποτήριον γάλακτος λέγων: «Ἀλέξανδρε, τόσον καιρὸν ἐπιμένω ὅτι, ἐὰν ἔπινες τακτικώτερα γάλα, θὰ ὠφελεῖσο πολύ, ἀλλ᾿ ἐσὺ μὲ πεῖσμα μοῦ ἀντιτάσσεις τὴν ἀπαράγραπτον τήρησιν τῆς νηστείας. Σήμερα ὅμως ἠμπορεῖς ἀνενόχως νὰ καταλύσῃς, καθ᾿ ὅτι διανύομεν τὸ Δωδεκαήμερο». Ὁ Ἀλέξανδρος ἔλαβε τὸ ποτήριον, ἀλλ᾿ ὅταν τὸ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη του διεπίστωσεν ὅτι περιεῖχε διάλυμα ἀσβέστου, ταυτοχρόνως δὲ εἶδεν ὅτι ὁ Νιρβάνας διελύετο ὡς καπνός! Τοῦ Ἀχιτόφελ βουλαί, παίγνια τοῦ Βεελζεβούλ!
Τοῦτο τὸν ἐνέβαλεν εἰς τὴν ὑποψίαν ὅτι ἐνδεχομένως καὶ ὁ Γαβριηλίδης ἤθελε νὰ τὸν βάλῃ εἰς πειρασμόν. Ἐνθυμήθη ὅτι πρὸ ἐτῶν τοῦ ἐζήτησεν ἀσυστόλως νὰ μεταφράσῃ, Μεγαλοβδομαδιάτικα κιόλας, τὰ πρακτικὰ τῆς διεξαγομένης τότε ἐν Ἀγγλίᾳ δίκης θηλυπρεποῦς καὶ ἀκολάστου συγγραφέως. Εἶχε μετὰ βδελυγμίας ἀρνηθῆ, ἀλλ᾿ εἷς τῶν συντακτῶν τῆς «Ἀκροπόλεως» εὗρε τὴν εὐκαιρίαν, ὡς ἐνόμισε, νὰ τοῦ δώσῃ, ἀκαίρως καὶ δωρεάν, μάθημα φιλοχριστίας εἰπών: «Κύριε Ἀλέξανδρε, δὲν κινδυνεύετε νὰ φανῆτε ἀντίχριστος, ὅταν ἀντιμετωπίζετε μὲ τόσην ἀνεπιείκειαν τὰς ἀδυναμίας τῶν ἀνθρώπων;». Τρομερῶς ἐξερράγη τότε αὐτὸς καὶ ἀνταπέδωσεν ἐντόκως τὴν διδαχήν, τοῦ ἔκοψε δὲ τὴν καλημέραν ἐπὶ ὁλόκληρον μῆνα διὰ τὸ βλάσφημον «ἀντίχριστος».
Θὰ ἐπήγαινε, λοιπόν, εἰς συνάντησιν τοῦ Γαβριηλίδου, πλὴν ὅμως «κουμπωμένος».
Καθ᾿ ὁδὸν εὑρέθη ἀντίπρωρος πρὸς τὸν συμπατριώτην του Λαλεμῆτρον, ὅστις τὸν ἐχαιρέτισεν μὲ ἄκραν διαχυτικότητα καὶ μὲ ἴσην ἀφελότητα τὸν ἐκάλεσε νὰ καθίσωσιν εἰς παρακείμενον ζαχαροπλαστεῖον, ὀνομαστὸν διὰ τοὺς λουκουμᾶδες του. Ἐδέχθη τὴν πρόσκλησιν, εἰσῆλθον εἰς τὸ κατάστημα καὶ ὁ Λαλεμῆτρος παρήγγειλε δυὸ μερίδας. Ἦσαν λουκουμᾶδες ἐξαίρετοι καὶ τοὺς ἐτίμησαν δεόντως. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐποτίσθη μέχρις ὀνύχων ἀπὸ τὴν ἡδύτητά των, ὅλην ἄρωμα!
«Εὐχαριστῶ διὰ τὸ κέρασμα», εἶπεν εἰς τὸν Λαλεμῆτρον, «μὲ ἔκαμες νὰ θυμηθῶ τὴν πατρίδα!». «Ἔχω ὅμως ἕνα παράπονο», ἀπήντησεν, ἀπροσδοκήτως ἀλλὰ καὶ μετὰ συστολῆς ἐκεῖνος. Θορυβηθεὶς ὁ Παπαδιαμάντης τὸν ἠρώτησεν ἂν τυχὸν τοῦ ὀφείλει χρήματα καὶ τὸ ἐλησμόνησεν· ἂν περὶ αὐτοῦ πρόκειται, νὰ μὴ ἀνησυχῇ, θὰ λάβῃ σήμερα καλὴν παραγγελίαν καὶ προκαταβολήν, θὰ τὸν ἐξοφλήσῃ ἀμέσως. Πάσχων νὰ τὸν πείσῃ ἠσθάνετο νὰ ἀναπέμπωνται ἐκ τοῦ στομάχου εἰς τὸ στόμα οἱ λουκουμάδες ὡς γεῦσιν χολῆς.
Ὁ ἄνθρωπος συνεστάλη ἔτι περισσότερον, ὅταν ὡς ὁ Παπαδιαμάντης ἐπῆρε τὸν ἀνασασμόν του, ἐμορμύρισεν ὅτι οὐδέποτε ἔτυχε νὰ ἔχουν χρηματικὰς δοσοληψίας, καὶ πῶς εἶχε σκεφθῆ αὐτὰ τὰ περὶ χρέους; Ἄλλης λογῆς ἦτον τὸ παράπονό του, ὅτι δηλαδὴ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γιάννη τ᾿ Μοθωνιοῦ, ὅπου ἐγύρισε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ καὶ ἐπανδρεύθηκε τὴ σαστικιά του, τὸ Μελαχρὼ τῆς Κουμπουρτζίνας, ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος τὴν εἶχε βάλει στὸ χαρτί, ἀλλὰ τὴν ἰδικήν του, ὁποὺ καὶ αὐτὸς ἐβασανίσθη πέντε χρόνια στὴν Ἀλάσκα κ᾿ ἐτυφλώθη, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σκιάθο θαμματουργὰ θεραπευμένος, αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐλησμόνησεν.
Ἐξέφραζε τὸ παράπονον μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω νεύουσαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης μειδιῶν τοῦ ὑπενθύμισεν ὅτι ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέκος εἶχεν ἀφηγηθῆ εἰς ὑπερεβδομήκοντα σελίδας τὸν νόστον του, ἄρα ἀδίκως παρεπονεῖτο, κινδυνεύων οὕτω νὰ θεωρηθῇ ἀχάριστος. Ὁ Λαλεμῆτρος ἠκροᾶτο ταπεινῶς, ἐντούτοις εὗρε τὸ θάρρος ν᾿ ἀπαντήσῃ:
«Ἔχεις δίκιο, κυρ-Ἀλέξανδρε, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ πῶ· ἐσὺ θὰ τὴν ἔγραφες νοστιμώτερα. Ὡστόσο, σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν κάνῃς λόγο στὸν ἐξάδελφό σου γιὰ τὴν κουβέντα μας· γιατί νὰ τὸν πικράνω;».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἠσθάνθη ὑποχωροῦσαν τὴν πικρότητα τῆς γεύσεώς του. «Ἰδοὺ ὅτι καὶ ὁ Λαλεμῆτρος ἔχει, καθὼς λέγουν, προτιμήσεις ὕφους!» εἶπεν ἐνδομύχως καὶ παρευθὺς ἄκανθα οἰήσεως ἀνεφύη ἐν τῇ καρδίᾳ του καὶ ἦτο εἰς τὴν ἀκμὴν νὰ κομπάσῃ «Ἀλέκο, σέ...», ἀλλὰ συνῆλθε πάραυτα καὶ ἀνελογίσθη τὸ ἀποστολικὸν· «Τί ἔχεις, ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰδὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;». Ἔτεινε τὴν χεῖρα του πρὸς τὸν Λαλεμῆτρον.
«Ὡραῖοι οἱ λουκουμᾶδες! Θὰ εἰπῶ εἰς τὸν Μωραϊτίδην ὅτι ἐκεῖνον ἤθελες νὰ κεράσῃς, ἀλλὰ δὲν τὸν εὖρες καὶ ἐπωφελήθην ἐγώ...».
Ἀπεχωρίσθησαν, καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν», ὁ Γαβριηλίδης τὸν ὑπεδέχθη μὲ πλαστὴν ἀγανάκτησιν:
—Ἀλέξανδρε, εἶπεν, ἐχάθηκαν τὰ μόνιππα; Ἂς ἔπαιρνες ἕνα, ἀδελφέ, κι ἂς τὸ ἐχρέωνες εἰς ἐμέ! Βουλιάζουμε, Ἀλέξανδρε!
Τοῦ ἀνεκοίνωσεν ὅτι ἡ ἐφημερὶς εἶχε κατακλυσθῆ ἀπὸ χείμαρρον ἐπιστολῶν ἐξ ὅλης της Ἑλλάδος καὶ τῶν ὁμογενῶν τῆς ἀλλοδαπῆς. Διεμαρτύροντο οἱ ἀναγνῶσται διὰ τὴν ἀπουσίαν ἑορτίου διηγήματός του εἰς τὸ χριστουγεννιάτικον καὶ πρωτοχρονιάτικον φύλλον καὶ διεμήνυον ὅτι ἂν καὶ ἡ ἔκδοσις τῶν Θεοφανείων στερῆται παπαδιαμαντικοῦ ἀφηγήματος, δὲν θὰ ἠγόραζον τὴν ἐφημερίδα καὶ ἂς κρατήσῃ ὁ κύριος διευθυντὴς τὰς ἐπιστροφὰς τῶν φύλλων διὰ νὰ τυλίγῃ τὸ προσφάγι του ἢ νὰ ψήνῃ ρέγγες!
 —Ἀκοῦς, Ἀλέξανδρε, ἐπέφερε μὲ βεβιασμένον πως γέλωτα, ἀκοῦς τὰ ἀπειλητικὰ αἰτήματα τοῦ ἀναγνωστικοῦ συνδικάτου; Κακὴν δημοκρατίαν τοὺς ἐδιδάξαμεν, φίλτατε, ἀλλὰ παρέλκει τώρα πᾶσα συζήτησις περὶ τοῦ ἀρίστου τῶν πολιτευμάτων. Λοιπόν, ἔχομεν τέσσαρας ἡμέρας ἕως τὰ Φῶτα, φρόντισε, Ἀλέξανδρε τὴν Παραμονὴν τὸ πρωΐ, νὰ μοῦ παραδώσῃς τὸ διήγημα.
—Μόνον ἂν ἐπήγαινα στὴν Σκιάθον, ὑπέλαβεν ὁ Παπαδιαμάντης, θὰ ἠμποροῦσα, ἴσως, νὰ τὸ γράψω.
—Λοιπόν, τί περιμένεις; ἐβρυχήθη ὁ Γαβριηλίδης. Ναυλώνω πλοῖον καὶ ἀποπλέεις εἰς τρεῖς ὥρας, μόλις φθάσῃς στρώνεσαι στὸ γράψιμο, οὔτε κεφάλι θὰ σηκώσῃς, Ἀλέξανδρε, οὔτε νερὸ θὰ πιῇς, οὔτε λέξιν θὰ ἀπευθύνῃς εἰς ἄλλον καὶ τὴν Παραμονὴν τηλεγραφεῖς τὸ διήγημα.
—Ἀλλὰ ἐνδέχεται λόγῳ τοῦ καιροῦ νὰ μὴ λειτουργᾷ ἡ τηλεγραφικὴ γραμμή, εἶπεν ὁ Ἀλέξανδρος.
—Τότε πλέεις εἰς Χαλκίδα καὶ τηλεγραφεῖς ἐκεῖθεν, καὶ δὲν ἀναχωρεῖς εἰς τρεῖς ὥρας ἀλλὰ τώρα ἀμέσως, καὶ λάβε τὸ ἥμισυ τῆς ἀμοιβῆς, εἶπεν ἐν ἐξάψει ὁ Γαβριηλίδης καὶ τοῦ ἐνεχείρισε φάκελον.
Ἀνάρπαστοι κατέβησαν εἰς Πειραιᾶ, ὁ Γαβριηλίδης ἐναύλωσε ταχύπλουν, ὁ Παπαδιαμάντης ἐπεβιβάσθη, καὶ τὸ σκάφος ἀπέπλευσεν. Ἐκ πείσματος τοῦ πλοιάρχου δὲν εἰσῆλθον εἰς τὸν Εὐβοϊκόν, τοῦ ὁποίου ὁ διάπλους εἶναι καταφανῶς ὀλιγότερον τρικυμιώδης ἀπὸ τὴν θαλασσίαν ὁδόν, τὴν διὰ τοῦ Αἰγαίου. Ἀνελπίστως ἐπέρασαν τὰ ἐπικίνδυνα τοῦ Καφηρέως ἄνευ ἰσχυρῶν κλυδωνισμῶν, ἀργότερα ὅμως ὁ καιρὸς ἤρχισε νὰ χειροτερεύῃ καὶ ὅταν πλέον προσήγγιζαν εἰς τὴν Σκύρον ἦτο ξίδι μοναχό, θάλασσα κιαμέτ! Ὁ καπετάνιος ἠγκυροβόλησε στὲς Τρεῖς Μποῦκες, τὸν ἀσφαλέστατον λιμένα τῆς νήσου, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι δὲν πρόκειται «νὰ σηκώσῃ ἄγκυραν, ἂν δὲν ξανοίξῃ». Εἰς μάτην διεμαρτυρήθη ὁ Παπαδιαμάντης, λέγων ὅτι τὸ πλοῖον εἶχεν ἀδρῶς ναυλωθῆ καὶ ὁ πλοίαρχος ὤφειλε νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο, ὥστε αὔριον, τὸ βραδύτερον, νὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν Σκιάθον. Ἐκεῖνος ἀντέτεινεν ὅτι καμμία ναύλωσις δὲν εἶναι ὑπερτέρα τῆς σωτηρίας τοῦ σκάφους, καὶ ἂς μὴ λησμονῇ ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει περιγράψει εἰς διήγημά του ἀβαρίας ἀναγκαίας πρὸς ἀποφυγὴν καταποντισμοῦ σκάφους καὶ ψυχῶν.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐκλείσθη εἰς τὸν θαλαμίσκον του. Ἦτο ἡ τετάρτη πρὸ τῆς ἑορτῆς ἡμέρα. Ἐξάπλωσεν εἰς τὴν κουκέταν του καὶ ἐσυλλογίζετο ὅτι, ἂν δὲν «ἔπεφτε ὁ καιρός» ἐκινδύνευε νὰ μὴ γράψῃ τὸ διήγημα καί, τὸ χειρότερον, νὰ χάσῃ τὰς Ὥρας τῶν Θεοφανίων. Ἀλλ᾿ ἂν ἐνέδωσεν εἰς τὴν παράλογον ἀπαίτησιν τοῦ Γαβριηλίδου, τὸ ἔκαμεν ἐπὶ τῇ προσδοκίᾳ τῆς Ἀκολουθίας τῶν Ὡρῶν ἐν τῇ προσφιλέστατῃ νήσῳ. Ὄχι, δὲν θὰ ἐπέτρεπεν ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὰς συμψάλῃ μὲ τὸν κὺρ Ἀλεξανδρῆν, τὸν ψάλτην τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν!
Ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται θέρμην, καὶ μικρὸν ρίγος τὸν διεπέρασεν. Ἐσκεπάσθη καλῶς καὶ ἐσκέπτετο πλέον ὅτι ἡ ἐσπευσμένη ἀναχώρησις δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μηνύσῃ εἰς τὸν ἐξάδελφον Ἀλέκον νὰ μὴ λείψῃ ἐκεῖνος κἂν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον. Ἀλλ᾿ ἐνεφανίσθη τότε ὅμιλος ἐνοριτῶν καί, κυρίως, ἐνοριτισσῶν τοῦ ναϋδρίου, οἱ ὁποῖοι ἐπρόβαλαν τὴν ἀπαίτησιν νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ ψάλῃ αὐτὸς τὰς Ὥρας. Ἄλλως, ἠπείλουν, θὰ ἐκκλησιάζοντο ἀλλοῦ. Τοὺς ἐνουθέτησε καὶ τοὺς ἐξώρκισε νὰ μὴ ἐκπειράζωσι Κύριον τὸν Θεόν των, εἰς τὰ θεῖα δὲν χωροῦν ἐκβιασμοί, καὶ πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ πάλιν εἰς Ἀθήνας ἄνευ θαύματος; Ἀπεδείχθησαν ὅμως «ἀγύριστα κεφάλια», καὶ ἐκεῖνος, διὰ νὰ μὴ κολασθῶσιν, ἀνέβη εἰς τὸ κατάστρωμα καὶ ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν. Συντόνως κολυμβῶν ἔφθασεν αἰσίως εἰς Πειραιᾶ καὶ ἐκεῖθεν ἀνῆλθε διάβροχος εἰς Ἀθήνας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν θαλπερὸν ναΐσκον, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὁ τριτεξάδελφός του ἡτοιμάζετο νὰ ψάλῃ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀθάνατον Δοξαστικὸν τῆς Ἐνάτης Ὥρας. Θεωρῶν ὅμως, ἄνευ ἐκπλήξεως, εἰσερχόμενον τὸν καταστάζοντα Παπαδιαμάντη τοῦ λέγει φυσικότατα:
—Ἀλέξανδρε, ἰδικόν σου τὸ Δοξαστικόν!
Ἠσθάνθη φρικίασιν εὐφροσύνης καὶ ἐξύπνησε καὶ ἐνόησεν ὅτι δὲν θὰ προλάβῃ τὰς Ὥρας τῶν Φώτων. Ἡ ἀδελφή του Κυρατσούλα, ποὺ εἶχε τὴν ἔγνοια του, τὸν ἠρώτησεν, ἐν συνοχῇ καρδίας· «Τί θέλεις, Ἀλέξανδρε;» Ἀφυπνίσθησαν σχεδὸν ἔντρομοι καὶ αἱ ἄλλαι, ὁποὺ ἐλαγοκοιμῶντο εἰς τὴν διπλανὴν κάμαρην.
— «Ἡσυχάσατε!», εἶπε πραέως, «θὰ ψάλω τὸ Δοξαστικόν».
Εἶτα μὲ τρέμουσαν φωνήν, ὡς πτηνὸν ἀποδημητικὸν ἀπερχόμενον εἰς θερμοτέρους οὐρανούς, ἐμινύρισε τὸ πανηγυρικὸν ᾆσμα: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἀψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά».. Καὶ βλέπων ὅτι ὁ μέγιστος ἐν γεννητοῖς γυναικῶν τὸν ἐπεσκίαζεν ἤδη διὰ τῶν χειρῶν καὶ τῶν πτερύγων του, ἔκλινε πρὸς τὴν πλευρὰν τῆς καρδίας καὶ ἀπέπτη.

Ὁ κ. Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος εἶναι φιλόλογος,
ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κριτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Τ᾿ ἀγνάντεμα

Ἐπάνω στὸν βράχον τῆς ἐρήμου ἀκτῆς, ἀπὸ παλαιοὺς λησμονημένους χρόνους, εὑρίσκετο κτισμένον τὸ ἐξωκκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ὅλον τὸν χειμῶνα παπὰς δὲν ἤρχετο νὰ τὸ λειτουργήσῃ. Ὁ βορρᾶς μαίνεται καὶ βρυχᾶται ἀνὰ τὸ πέλαγος τὸ ἁπλωμένον μαυρογάλανον καὶ βαθύ, τὸ κῦμα λυσσᾷ καὶ ἀφρίζει ἐναντίον τοῦ βράχου. Κι ὁ βράχος ὑψώνει τὴν πλάτην του γίγας ἀκλόνητος, στοιχειὸ ριζωμένο βαθιὰ στὴν γῆν, καὶ τὸ ἐρημοκκλήσι λευκὸν καὶ γλαρόν, ὡς φωλιὰ θαλασσαετοῦ στεφανώνει τὴν κορυφήν του.
Ὅλον τὸν χρόνον παπὰς δὲν ἐφαίνετο καὶ καλόγηρος δὲν ἤρχετο νὰ δοξολογήσῃ. Μόνον τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων κατέβαινεν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βραχώδους βουνοῦ, ἀπὸ τὸ λευκὸν μοναστηράκι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, μὲ φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιὰ καὶ κυματίζοντα βαθιὰ γένεια, ἕνας γέρων ἱερεὺς «ὡς νεοττὸς τῆς ἄνω καλιᾶς τῶν Ἀγγέλων» διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸ παλαιὸν λησμονημένον ἐρημοκκλήσι. Ἐκεῖ ἤρχοντο τρεῖς-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, ἀλειτούργητοι, ἀλιβάνιστοι, ἤρχοντο μὲ τὶς φαμίλιες των, τὶς ἀνέβγαλτες καὶ ἄπραχτες, μὲ τὰ βοσκόπουλά των τ᾿ ἀχτένιστα καὶ ἄνιφτα, ποὺ δὲν ἤξευραν νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους, διὰ ν᾿ ἁγιασθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν ἐκεῖ· καὶ εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας ὁ γηραιὸς παπὰς μὲ τοὺς πτερυγίζοντας βοστρύχους εἰς τὸ φύσημα τοῦ βορρᾶ, καὶ τὴν βαθεῖαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εἰς τὸν μέγαν ἁπλωτὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς ἀγρίους θαλασσοπλήκτους βράχους, διὰ νὰ φωτίσῃ κι ἁγιάσῃ τ᾿ ἀφώτιστα κύματα.
Τὸν ἄλλον καιρὸν ἤρχοντο, συνήθως τὴν ἄνοιξιν, γυναῖκες ναυτικῶν καὶ θυγατέρες, κάτω ἀπὸ τὴν χώραν, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια, καὶ παρακαλέσουν τὴν Παναγίαν τὴν Κατευοδώτραν νὰ ὁδηγήσῃ καὶ κατευοδώσῃ τοὺς θαλασσοδαρμένους συζύγους καὶ τοὺς πατέρας των. Ὡραῖες κοπέλες μὲ ὑποκάμισα κόκκινα μεταξωτά, μὲ τραχηλιὲς ψιλοκεντημένες, μὲ τοὺς χυτοὺς βραχίονας καὶ τὰ στήθη τὰ γλαφυρά, ἤρχοντο νὰ ἱκετεύσουν διὰ τ᾿ ἀδελφάκια των ποὺ ἐθαλασσοπνίγοντο δι᾿ αὐτάς, διὰ νὰ τὶς φέρουν προικιὰ ἀπὸ τὴν Πόλιν, στολίδια ἀπὸ τὴν Βενετιᾶν, κειμήλια ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν. «Πάντα νἄ᾿ρχωνται, πάντα νὰ φέρνουν». Βοϊδάκια λογικά, ποὺ ὤργωναν ἀντὶ τῆς ξηρᾶς τὴν θάλασσαν· φρόνιμα ὅπως τὰ δυὸ ἐκεῖνα τέκνα τῆς ἱερείας τῆς Δήμητρος, τὰ μακαρισθέντα. Νεαραὶ γυναῖκες ρεμβάζουσαι καὶ μητέρες συλλογισμέναι ἤρχοντο διὰ νὰ καθίσουν καὶ ἀγναντέψουν.
*
* *
Ἅμα εἶχαν φωτισθῆ τὰ νερά, ἢ ὀψιμώτερα, ἀφοῦ εἶχαν περάσει κ᾿ αἱ Ἀπόκρεω, συνήθως περὶ τὴν β´ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, ἀφοῦ εἶχαν γευθῆ πλέον ἀχινοὺς καὶ στρείδια ἀρκετά, οἱ ναυτικοί μας ἐπέβαιναν εἰς τὰ βρίκια, εἰς τὶς σκοῦνες των, κ᾿ ἐμίσευαν· ἐπήγαιναν νὰ ταξιδέψουν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καράβια καὶ γολέτες «ἔδεναν» μεσοῦντος τοῦ φθινοπώρου. Οἱ θαλασσινοί μας ἀγαποῦσαν πολὺ τῆς ἑστίας τὴν θαλπωρήν, τὸν καπνὸν τοῦ μελάθρου, καὶ τὸ θάλπος τῆς ἀγκάλης. Καὶ ὅταν ἐπανήρχετο ἡ ἄνοιξις εἰς τὴν γῆν, τότε αὐτοὶ ἐπέστρεφαν εἰς τὴν θάλασσαν.
Ἐσηκώνοντο στὰ πανιὰ τὰ αἰμωδιασμένα καὶ ναρκωμένα ἀπὸ τὴν μακρὰν ρᾳστώνην σκάφη ἀνὰ δυὸ ἢ τρία τὴν αὐτὴν ἡμέραν· καὶ ἡ σκοῦνα ἔφερνε βόλτες εἰς τὸν λιμένα, ἂν ἦτο ἐναντίος, ἢ καὶ οὔριος ἂν ἦτο, ὁ ἄνεμος. Ἡ βάρκα ἐπερίμενε διπλαρωμένη ἔξω εἰς τὴν προκυμαίαν. Ὁ καπετάνιος δὲν ἐτελείωνε τοὺς ἀποχαιρετισμοὺς εἰς τὴν οἰκίαν· καὶ ὁ λοστρόμος ἐμάκρυνε τὶς παινετάδες εἰς τὰ καπηλειά. Κ᾿ ἡ βάρκα ἐπερίμενε. Καὶ ὁ μοῦτσος ἔχασκε καθήμενος ἔξω, ἐπάνω στὸ κεφαλόσκαλον. Καὶ ὁ νεαρὸς ναύτης, ὅστις εἶχεν ἔλθει μὲ τὸν μοῦτσον τώρα ἀπὸ τὴν σκοῦνα, ποὺ ἦτον στὰ πανιά, ἐγίνετο ἄφαντος. Δυὸ ἄλλοι σύντροφοι, περασμένοι στὰ χαρτιά, ναυτολογημένοι, ἔλειπαν. Κανεὶς δὲν ἤξευρε ποὺ ἦσαν. Καὶ μέσα εἰς τὸ πλοῖον, ὁποὺ ἔφερνε βόλτες-βόλτες, κ᾿ ἐστρέφετο ὡς δεμένον περὶ κέντρον ἀόρατον -τὸ κέντρον ἦτο μέσα εἰς τὰς καρδίας καὶ εἰς τὰς ἑστίας τῶν ναυτικῶν- ἄλλος δὲν ἦτο εἰμὴ ὁ πηδαλιοῦχος, ὁ μάγειρος, κ᾿ ἕνας ἐπιβάτης, ξένος κ᾿ ἔρημος, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχαν εἰπεῖ, «τώρα, στὴ στιγμή, νά, τώρα-τώρα θὰ φύγουμε» κ᾿ εἶχε μπαρκάρει, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δώδεκα ὥρας πρίν.
Ὁ πλοίαρχος ἔπρεπε νὰ βάλῃ ἐμπρὸς τὴν καπετάνισσαν· αὐτὴ ὤφειλε νὰ προπορευθῇ, ἐπειδὴ ἦτον τυχερή, βέβαια· κ᾿ ἔτσι ἀπεφάσιζε νὰ μπαρκάρῃ. Τέλος ἐσυμμαζεύετο ὁ λοστρόμος, ἀνεκαλύπτοντο οἱ δυὸ ἀπόντες σύντροφοι, ἐξεκολλοῦσε ὁ πλοίαρχος, ἔπεφταν τρομπόνια ἀρκετά, τρομπόνια ἀπὸ τὸ πλοῖον, τρομπόνια ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν· ἔκοφταν, ἐψαλίδιζαν τὶς βόλτες ταχύτερα, συντομώτερα, ὡς νὰ ἐσφίγγοντο διὰ νὰ κόψουν τὴν ἀόρατον ἐκείνην κλωστήν, τὸ λεπτὸν ἰσχυρὸν νῆμα, ὡς μίαν τρίχα ξανθὴν μακρᾶς κυματιζούσης κόμης· καὶ τὸ σκάφος ἔβαλλε πλώρην πρὸς βορρᾶν.
*
* *
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, καὶ τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἀρχῆς τοῦ ἔαρος, καραβάνια γυναικῶν, ἀσκέρια, φουσάτα γυναικῶν, ἀνεῖρπον, ἀνέβαινον, ἀνήρχοντο ἐπάνω στὴν ρεματιάν, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν ἑλικοειδῆ δρομίσκον, ὅστις διαχαράσσεται ἀνὰ τοὺς λόφους τοὺς τερπνούς με τὰς χιλιάδας τῶν ἐλαιοδένδρων, τὸν ἀειθαλῆ πρασινόφαιον στολισμὸν τῆς μεγάλης κοιλάδος μὲ τὰς ράχεις, μὲ τὰς κορυφὰς, μὲ τὰς ἐσοχὰς καὶ ἐξοχάς, ἀνετώτερον ἀπὸ τὴν κυματίζουσαν ποδιὰν τῆς βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, πολυπτυχώτερον ἀπὸ τὴν χρυσοκέντητον ἐσθῆτα τῆς νύμφης. Ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τῆς ἐρήμου βορεινῆς ἀκτῆς, πλησίον εἰς τὸ λησμονημένον παρεκκλῆσι τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας, ἐκεῖ ἐγίνετο τὸ μάζεμα τῶν γυναικῶν, ἡ σύναξις ἡ μεγάλη.
Τότε ἔλαμπον μὲ μεγάλες φωτιὲς τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας τῆς Κατευοδώτρας. Ἡ γραῖα Μαλαμίτσα, ἡ κλησάρισσα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔβαλλε τὶς φωνές· ἔκανε τὸ κακό... ἐμάλωνε μὲ ὅλες τὶς γυναῖκες. Αὐτὴ ἐπῆρε τὸ καλαθάκι της, τὴν ρόκα της, τ᾿ ἀδράχτι της, καὶ ἦλθεν ἀπὸ τὸν Ἅγιον Νικόλαον ἐπίτηδες, κατὰ παραγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀγγελῆ, τοῦ ἐπιτρόπου... διὰ νὰ μαλώσῃ τὶς γυναῖκες, τὶς εὐλαβητικὲς (ἀλλοίμονον! ἡ εὐλάβειά μας εἶναι γιὰ τὸ συφέρο! ἔλεγε σείουσα τὴν κεφαλήν), νὰ μὴν τὸ παρακάνουν καὶ χύνουν λάδια πολλὰ καὶ καταλαδώνουν τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, καὶ τὰ στασίδια, καὶ τ᾿ ἀναλόγι, καὶ τὰ δυό-τρία παμπάλαια βιβλία ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ τὰ μανάλια καὶ τὸν τοῖχον, καὶ τὸ τέμπλο, καὶ τὶς ποδιές, καὶ αὐτὰς τὰς ἁγίας εἰκόνας. Ἀλλ᾿ οἱ γυναῖκες δὲν τὴν ἄκουαν. Τί χρειάζονται τόσες φωτιές, σὰν πυροφάνια, ἐφώναζεν ἡ γριά-Μαλαμίτσα. Αὐτὴ εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν γέροντά της τὸν παπα-Γεράσιμον, ὅτι οἱ φωτιὲς τῶν κανδηλιῶν πρέπει νὰ εἶναι μικρές, τόσες δά, σὰν λαμπυρίδες. Τοῦ κάκου. Κανεὶς δὲν τὴν ἤκουε.
Οἱ ὁρμαθοὶ τῶν γυναικῶν ὁμάδες-ὁμάδες, συγγενολόγια..., διεσπείροντο εἰς μικροὺς ὄχθους, εἰς πτυχὰς τοῦ βράχου, ἀνάμεσα εἰς θάμνους καὶ χαμόκλαδα, εἰς μέρη ὑψηλὰ καὶ εἰς μέρη ὑπήνεμα· ἤρχοντο μὲ τὰ καλαθάκια τους, μὲ τὰ μαχαιρίδιά τους... διότι πολλαὶ ἐξ αὐτῶν ἠσχολοῦντο νὰ βγάλουν ἀγριολάχανα... μὲ τὰ προγεύματά τους τὰ σαρακοστιανά, καὶ ἀφοῦ εἶχαν ἀνάψει τὰ κανδήλια τῆς Παναγιᾶς, ἀφοῦ εἶχαν κάμει μετάνοιες στρωτὲς πολλές, κ᾿ εἶχαν κολλήσει ἀφιερώματα εἰς τὴν εἰκόνα, κ᾿ εἶχαν χορτάσει τ᾿ αὐτιά τους ἀπὸ τὰς νουθεσίας τῆς γριά-Μαλαμίτσας, ἐστρώνοντο ἐκεῖ εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην κι ἀγνάντευαν κατὰ τὸ πέλαγος.
Τὰ βοσκόπουλα ἐκεῖνα τ᾿ ἄγρια κι ἀχτένιστα κι ἁπλοϊκά, ποὺ τὶς ἔβλεπαν ἀπὸ μακρὰν σὰν σκιασμένα, ἀποροῦσαν κ᾿ ἔλεγαν:
- Κοίτα τις! στὰ μάτια ἔκαμαν.
*
* *
Ὡς τόσον αἱ γυναῖκες τῶν θαλασσινῶν ἀγνάντευαν. Ἰδοὺ τὸ βρίκι τοῦ καπετὰν Λιμπέριου τοῦ Λιμνιοῦ· εἶχε σηκωθῆ στὰ πανιὰ ἀργὰ τὴν νύκτα· μὲ τὸ ἀπόγειο τῆς νυκτὸς ηὖρε τὸ ρέμα καὶ ἀπεμακρύνθη κ᾿ ἐχώνεψε. Κατευόδιο καλό. Ἡ προσευχὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν του ἂς εἶναι ὡς πνοὴ στὰ πανιά, στὰ ξάρτια τοῦ καραβιοῦ σας... στὸ καλό, στὸ καλό!
Ἰδοὺ τὸ καράβι τοῦ καπετὰν Σταμάτη τοῦ Σύρραχου. Ὑπερήφανα, καμαρωμένα, ἀδελφωμένα τὰ δυό, αὐτὸ κι ὁ πλοίαρχός του, πᾶνε νὰ μᾶς φέρουν καλά, νὰ μᾶς φέρουν στολίδια. Στὸ καλό, πουλί μου, στὸ καλό.
Ἰδοὺ καὶ ἡ γολέτα τοῦ καπετὰν Μανώλη τοῦ Χατζηχάνου... Ἡ ψυχή μου, ἡ πνοή μου νὰ εἶναι πάντα στὰ πανιά σου, ὡσὰν λαμπάδα τοῦ Ἐπιταφίου, νὰ διώχνῃ τὰ μαῦρα, τὰ κατακόκκινα τελώνια, πρὶν προφτάσουν νὰ κατακαθίσουν στὰ πινά σου. Σύρε, πουλί μου, στὸ καλό, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα! Στὸ καλό!
Νὰ κ᾿ ἡ σκοῦνα τοῦ καπετὰν Ἀποστόλη τοῦ Βιδελνῆ, καινούργιο σκαρί, ἡ τετάρτη ἢ πέμπτη, τὴν ὁποία κατορθώνει ἐντὸς δεκαετίας νὰ σκαρώσῃ, μ᾿ ὅλην τῆς τύχης τὴν καταδρομήν. Ἔπεσε πολὺ γιαλό, δὲν τὴν ηὖρε καλὰ τὸ ἀπόγειο κι ἄργησε. Διακρίνεται τὸ πλήρωμα, οἱ ἄνθρωποι σὰν ψύλλοι, ποὺ πηδοῦν ἐμπρὸς κι ὀπίσω στὴν κουβέρτα. Δούλευέ τα, καπετάνιο μου! (Ἡ) Παναγιὰ μπροστά σας! Στὸ καλό, στὸ καλό!
*
* *
- Παιδιά μου, κορίτσια μου, ἀρχίζει νὰ ὁμιλῇ ἡ γριά-Συρραχίνα, παλαιὰ καπετάνισσα· μὲ τὸ ραβδάκι της καὶ μὲ τὸ καλαθάκι της στὸ χέρι, μὲ τὰ ὀγδόντα χρόνια στὴν πλάτη της, μπόρεσε κι ἀνέβη τὸν ἀνήφορο καὶ ᾖλθε - διὰ νὰ καμαρώσῃ, ἴσως διὰ τελευταίαν φοράν, τὸ καράβι τοῦ γυιοῦ της ποὺ ἔφευγε. Ξέρετε τί μεγάλη χάρη ἔχει, καὶ πόσο καλὸ ἔκαμε στοὺς θαλασσινοὺς αὐτὸ τὸ ἐκκλησιδάκι τῆς Μεγαλόχαρης;
- Πῶς δὲν τὸ ξέρουμε, εἶπαν αἱ ἄλλαι, ἂς ἔχῃ δόξα τὸ ὄνομά της.
- Τὸ ἐξωκκλήσι αὐτὸ ἁγίασε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριο κῦμα· πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιαλός.
- Γιατί;
- Βλέπετε κεῖνον τὸ βράχο, κάτω στὸ κῦμα, ποῦ ξεχωρίζει ἀπ᾿ τὸ γιαλό;... ποῦ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, μὲ κεφάλι καὶ μὲ στήθια... ποῦ μοιάζει σὰν γυναῖκα; Ἐκείνη εἶναι τὸ Φλανδρώ.
- Ναί, τὸ Φλανδρώ, εἶπεν ἡ ὑπερεξηκοντούτις Χατζηχάναινα. Κάτι ἔχω ἀκουστά μου. Ἐσὺ θὰ τὸ ξέρης καλύτερα, θεία-Φλωροῦ.
- Τὸ βλέπετε κ᾿ εἶναι ξέρα, εἶπεν ἡ Φλωροῦ, ἡ Συρραχίνα· μιὰ φορὰ κ᾿ ἕναν καιρὸ ἦτον ἄνθρωπος.
- Ἄνθρωπος;
- Ἄνθρωπος καθὼς ἐμεῖς. Γυναῖκα.
Αἱ ἄλλαι ἤκουον μὲ ἀπορίαν. Ἡ γριά-Συρραχίνα ἤρχισε νὰ διηγῆται:
«Στὸν καιρὸ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, ἦτον μιὰ κόρη ἀρχοντοπούλα, ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα ἢ Φλανδρώ. Ἡ Φλανδρὼ εἶχε νοματιστῆ ἔτσι -καθὼς μοῦ ῾πε ὁ πνευματικός, ἀπάνω στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο· ὅσο τὸν θυμοῦμαι, μακαρία ἡ ψυχή του. Ἤμουν μικρὸ κορίτσι, δώδεκα χρονῶ, καὶ μ᾿ ἐπήγε ἡ μάννα μου νὰ ξαγορευτῶ, τῇ Μεγάλῃ Τετράδῃ... τί νὰ ξαγορευτῶ, ἐγὼ τίποτα δὲν ἤξερα, τὰ ξεράματά μου... τὸ τί μόλεε ὁ πνευματικὸς δὲν ἀγροικοῦσα, φωτιὰ ποὺ μ᾿ ἔ!... Τὸ νόημά του δὲν τὸ καταλάβαινα, τὰ λόγια τὰ θυμούμουν κ᾿ ὕστερ᾿ ἀπὸ χρόνια... τὸ κορίτσι πρέπει νά ῾ναι φρόνιμο καὶ ντροπαλό, νἄ ῾ναι ὑπάκοο, νὰ μὴν κοιτάζῃ τοὺς νιούς, ν᾿ ἀγαπᾷ τὸν κύρη του καὶ τὴ μαννούλα του· καὶ σὰν μεγαλώση, καὶ δώση ὁ Θιὸς καὶ παντρευτῆ, μὲ τὴν εὐκὴ τῶν γονιῶ της, ἄλλον νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἀπ᾿ τὸν ἄνδρα της.
«Μὄφερε τὸ παράδειγμα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων... Οἱ παλιοὶ Ἕλληνες, ποὺ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα... Κεῖνον τὸν καιρὸ ἦτον μιὰ ποὺ τὴν ἔλεγαν Φλάνδρα, Φλανδρώ. Φλανδρὼ θὰ πῇ Φιλανδρώ. Φιλανδρὼ θὰ πῇ μία ποὺ ἀγαπᾷ τὸν ἄνδρα της. Φλανδρὼ τὴν εἶπαν, Φλανδρὼ βγῆκε. Ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν ἄνδρα της, ὅσο ποὺ ἔχασε τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, κ᾿ ἔγινε πέτρα γι᾿ αὐτό. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνο ἦτον ἕνας καραβοκύρης, ὄμορφο παλληκάρι, κι ἀγάπησε τὸ Φλανδρώ, καὶ τὴν ἐγύρεψε, καὶ τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα. Σὰν τῆς ἔδωσε ἀρραβῶνα, ἐσκάρωσε καινούργιο καράβι· καὶ σὰν ἐσκάρωσε τὸ καράβι, ἔγινε κι ὁ γάμος· καὶ σὰν ἔγινε ὁ γάμος, ἔρριξε τὸ καράβι στὸ γιαλό, κ᾿ ἐμπαρκάρισε κ᾿ ἐπήγε νὰ ταξιδέψῃ.
«Τότε τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε ν᾿ ἀγναντέψῃ, σὰν καλὴ ὥρα, σ᾿ αὐτὸν τὸν ἔρμο τὸ γιαλό. Ξεκολλοῦσε ἡ ψυχή της ποὺ ἔφευγε ὁ ἄνδρας της· δὲν μποροῦσε νὰ τὸ βαστάξῃ, νὰ στυλώσῃ τὴν καρδιά της. Ἀγνάντεψε τὸ καράβι ποὺ ἔφευγε, κ᾿ ἔκλαψε πικρὰ κ᾿ ἔπεσαν τὰ δάκρυά της στὰ κύματα· καὶ τὰ κύματα ἐπικράθηκαν, κ᾿ ἐφαρμακώθηκαν, καὶ θύμωσαν, κι ἀγρίεψαν κ᾿ ἐθέριεψαν... καὶ στὸ δρόμο τους ποὺ ηὕραν τὸ καράβι, ἔπνιξαν τὸν ἄνδρα τῆς Φλανδρῶς, κ᾿ ἔγινε ἀγυρισιᾶ του... Καὶ τὸ Φλανδρὼ ᾖρθε κ᾿ ἐξαναῆρθε σ᾿ αὐτὸν τὸν ἔρμο γιαλὸ κ᾿ ἐκοίταζε κι ἀγνάντευε... κ᾿ ἐπερίμενε, κ᾿ ἐκαρτεροῦσε, κι ἀπάντεχε... Πέρασαν μῆνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυὸ χρόνια, πέρασαν τρία... καὶ τὸ καράβι πουθενὰ δὲν ἐφάνηκε... καὶ τὸ Φλανδρὼ ἔκλαψε, καὶ καταράστηκε τὴν θάλασσα, καὶ τὰ μάτια της ἐστέγνωσαν, καὶ δὲν εἶχε πλιὰ δάκρυ νὰ χύσῃ... καὶ παρακάλεσε τοὺς θεούς της ποὺ ἦταν εἴδωλα, πέτρες, νὰ τῆς κάμουν τὴ χάρη νὰ γίνῃ κι αὐτὴ εἴδωλο, βράχος, πέτρα... καὶ τὸ ζήτημά της ἔγινε καὶ τὴν ἔκαμαν βράχο ξέρα... μὲ τὸ σκῆμα τ᾿ ἀνθρωπινό, ποὺ τρίβηκε καὶ φθάρηκε ἀπ᾿ τὰ κύματα ὕστερ᾿ ἀπὸ χιλιάδες χρόνια· καὶ τὸ ἀνθρωπινὸ σκῆμα φαίνεται ἀκόμα· καὶ νὰ ὁ βράχος ἐκεῖ, ἡ πέτρα ποὺ θαλασσοδέρνεται καὶ χτυπᾷ καὶ βογγᾶ ἀπάνω της τὸ κῦμα... κ᾿ ἡ φωνή της, τὸ βογγητό της γίνεται ἕνα με τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας... Νὰ ἡ ξέρα ἐκεῖ. Αὐτή ῾ναι ἡ Φλανδρώ.
«Ὕστερα, μὲ χρόνια πολλά, σὰν ᾖρθε ὁ Χριστὸς ν᾿ ἁγιάσῃ τὰ νερά, γιὰ νὰ βαφτιστῇ ἡ πλάση, μιὰ χριστιανὴ ἀρχόντισσα, ἡ Χατζηγιάνναινα, ποὺ εἶχαν σκαρώσει τὰ παιδιὰ της δυὸ καράβια ἔταξε στὴν Παναγία, κ᾿ ἔχτισε αὐτὸ τὸ παρακκλήσι, γιὰ τὸ καλὸ κατευόδιο τῶν παιδιῶνε της... Ἂς δώσ᾿ ἡ Παναγιὰ καὶ σήμερα νά᾿ ναι καλὸ κατευόδιο στοὺς ἄνδρες σας, στ᾿ ἀδέλφια σας καὶ στοὺς γονιούς σας».
- Φχαριστοῦμε· ὁμοίως καὶ στὰ παιδάκια σου, θεία-Φλωροῦ!
*
* *
Ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνε κατὰ τὸ βουνό, τὰ πρῶτα πλοῖα εἶχαν γίνει ἄφαντα πρὸ ὥρας· καὶ ἡ τελευταία γολέτα, μικρὸν κατὰ μικρόν, ἐχώνευεν εἰς τὸ μέγα πέλαγος. Τὰ συγγενολόγια καὶ τὰ φουσάτα τῶν γυναικῶν, μὲ τὰ καλαθάκια καὶ τὰ μαχαιράκια τους, διεσπάρησαν ἀνὰ τοὺς λόφους, κ᾿ ἔβγαζαν καυκαλῆθρες καὶ μυρόνια, κ᾿ ἔκοφταν φτέρες κι ἀγριομάραθα. Σιγὰ-σιγὰ κατέβη ὁ ἥλιος εἰς τὸ βουνὸν καὶ αὐταὶ κατῆλθον εἰς τὴν πολίχνην.
Ἡ νυκτερινὴ αὔρα ἐσύριζεν εἰς τὰ δένδρα, καὶ οἱ λογισμοὶ τῶν γυναικῶν ἐπετοῦσαν μαζί της, κ᾿ ἔστελλαν πολλὰς εὐχὰς εἰς τὰ κατάρτια, εἰς τὰ πανιὰ καὶ εἰς τὰ ἐξάρτια τῶν καραβιῶν. Καὶ βαθιά, εἰς τὴν σιωπὴν τῆς νυκτός, τίποτε ἄλλο δὲν ἠκούσθη εἰμὴ τὸ λάλημα τοῦ νυκτερινοῦ πουλιοῦ, καὶ τὸ ᾆσμα μιᾶς τελευταίας συντροφιᾶς ναυτικῶν, μελλόντων ν᾿ ἀναχωρήσωσιν αὔριον. «Σύρε, πουλί μου στὸ καλὸ - καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα».

Ἡ Σταχομαζώχτρα

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187... τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλούμενην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δυὸ ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ὤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δυὸ ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ἀδιαφόρετα, ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186... Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾿ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ῾γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δυὸ ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ [μὲ] ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πῶς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!... Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρὸ τ᾿ νὰ βγῆ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾿ ἐδῶ, κάμποσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾿ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾿ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποσταθμοὶ τοῦ ἐλαίου, κ᾿ ἑμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ὠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
*
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μτκρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ Θεία-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέση βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν, ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὄσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δυὸ ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλα τίνα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, χιονιστής, ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν φύλακα ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾿ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὖρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾿ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾿ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διὰ τίνος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου.
Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταετὴς μόλις, ἕτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξεν τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἠμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δυὸ ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυρόφυλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαγμούς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πάτρωνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
*
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾿ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμα τι τυλιγμένον εἰς τὸ κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθος της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρχου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τὶς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῇ, πρὸς ποῖας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δυὸ τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾿ αὐτήν, καθ᾿ ὅσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου τοῦ μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾿ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πάτρωνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾿ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομιὰ εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δυὸ πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴν πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδόμενη, ἀλλ᾿ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ὁ Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
- Καλῶς τὰ ῾δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ῾δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
- Ἔλαβα ἕνα γράμμα διά σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεὺς τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.
- Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισεν πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;
Ὁ ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθησεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγεν μέγα φάκελλον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
- Γράμμα, εἶπες παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίχσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τὶ τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.
Ὁ φάκελλος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.
- Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μου τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
- Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
- Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσεν τὸ χαρτίον.
- Εἶδεν ὁ θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλνει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.
- Ἀπ᾿ τηνΑμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
- Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναγνώση:
- Εἶναι κακογραμμένα ἐπανέλαβε, κ᾿ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.
Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾿ ἀναγινώσκη:
«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τὶ γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμία συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δυὸ φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθεῖ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾿ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾿ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἀγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα...».
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾿ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιῶν, δι᾿ ὃ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτίνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δυὸ παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκεττο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.
*
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστῆς, ἢ ἔμπορος· ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾿ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾿ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾿ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
- Ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾿ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
- Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρουμε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνάτα ἢ δέκα...
Διεκόπη. Παρ᾿ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
- Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρη νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;
Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτη νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς Λατινικοὺς χαρακτῆρας:
- Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
- Ἀπ᾿ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
- Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.
Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
- Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.
Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ἠσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.
*
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰ χεῖρας, καὶ ἐφαίνετο σκεπτόμενος.
- Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραίαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾿ τὸν χαμένο κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρᾶ, ἕνα σωστὸν παρᾶ, μονάχα στέλνουν παλιόχαρτα.
Ἔφερε δυὸ βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:
- Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
- Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾿ ἔχεις κ᾿ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἐνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλια... Καὶ γιὰ νά ῾μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νὰ ῾μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν... Ἄ! ξέχασα!...
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
- Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα...
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
- Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δυὸ τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὠπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
- Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω... ἐσένα, ὅσα σου δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.
Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ κατάστιχου τούτου ὠμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.
Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾿ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δυὸ λογαριασμούς.
- Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσε ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δυὸ τάλλαρα δανεικὰ καὶ ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται...
Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.
- Κάνει νὰ σοῦ δίνω... ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.
*
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾿ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρᾶν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Τί ἔχουμε, κὺρ Μαργαρίτη;... Τ᾿ εἶν᾿ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
- Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
- Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
- Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;
- Μάλιστα.
Ἡ Θεία-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε «ναί», ἀλλὰ νῦν ἠμπορεῖ καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε «μάλιστα», καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
- Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;
Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:
- Εἶναι σίγουρος παρᾶς, ἀρζάν-κοντάν, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
- Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες... γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
- Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέλαβεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.
Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
*
Καὶ ἰδοὺ διατὶ ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τὴ ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ ἄδολην μανδήλαν, τὰ δὲ δυὸ ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.

Ὁ Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης καὶ ἡ Ῥωμηοσύνη, τοῦ Σαράντου Καργάκου

Ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος λογοτέχνης πεζογράφος ποὺ ἀνέδειξε ὁ ἑλληνικὸς χῶρος καὶ κόσμος ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Ἦταν ὅμως καὶ ποιητής. Ὄχι διότι ἔγραψε κάποια ποιήματα ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη ποιητικὴ πνοή. Ὅπως γράφω στὴ δίτομη ἱστορία μου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κόσμου (τόμ. Β´, σ. 531 - Οἱ παραπομπὲς γίνονται στὴν ἔκδοση Βαλέτα), ἡ ποιητικότητά του ἀποκαλύπτεται στὰ μεγάλα πεζογραφήματά του. Ἔκανε τὸν πεζὸ λόγο ποίηση. Ὡς κορυφαῖος πεζογράφος, λοιπόν, δὲν ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης ἕνας μονοδιάστατος συγγραφέας, πρωτίστως θρησκευτικός, ὅπως τὸν παρουσίασε μία κατηγορία θαυμαστῶν καὶ ἄλλη μία κατηγορία ἐπικριτῶν. Ἦταν ἕνας πολυεπίπεδος συγγραφέας, καὶ ὡς ἄνθρωπος μία σύνθετη προσωπικότητα, ἕνας ψυχικὸς συλλαβόγριφος, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ ἑρμηνευθεῖ, ἂν ἐξετασθεῖ ἀπὸ μία καὶ μόνο ὀπτικὴ γωνία. Κατ᾿ ἐμὲ ὁ Παπαδιαμάντης, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς ἀρνοῦμαι τὴ θρησκευτικότητα, τὸν θρησκευτισμό, τὸν ἐρωτισμό, τὴ φυσιολατρία, τὸν παγανισμὸ καὶ τὴν ψυχολογική του διεισδυτικότητα, εἶναι ἕνας μεγάλος κοινωνικὸς καὶ πολιτικὸς συγγραφέας, ὁ μεγαλύτερος πολιτικὸς συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας, ὁ βαθύτερος μελετητὴς τῆς κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ζωῆς τῆς δικῆς του ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν μεταγενεστέρων ἐποχῶν μέχρι τῶν σημερινῶν κακῶν μας τῶν καιρῶν. Ὡς πολιτικὸς συγγραφέας ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι καὶ ὀξύτατος σατιριστὴς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐνόχλησε τότε, ὅπως ἐνοχλεῖ καὶ νῦν. Κι ἐπειδὴ οἱ πολιτικοὶ στοχασμοὶ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦσαν ἄκρως ἐνοχλητικοί, καθότι ἦσαν σωστοί, βρέθηκε καὶ γι᾿ αὐτὸν ἡ ταμπέλα τοῦ «συντηρητικοῦ» καὶ τοῦ «ἀντιδραστικοῦ». Ἀλλ᾿ ὅμως κανεὶς προοδευτικὸς δὲν μᾶς ἔχει δώσει μὲ τόση περιγραφικὴ γλαφυρότητα τὴν εὐτέλειά τοῦ τότε καὶ νῦν πολιτικοῦ μας βίου στὸ βαθμὸ ποὺ τὸ πέτυχε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ περίφημο ἀφήγημα «Οἱ Χαλασοχώρηδες», ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ συνέχειες στὴν Ἀκρόπολι τοῦ Γαβριηλίδη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1892.
Εἶπαν κάποιοι ἀφελῶς τὸν Παπαδιαμάντη ἀπολιτικό, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀποδοκιμαστικὸς ἔναντι πολιτικῶν ἐκφράσεων τοῦ πολιτικοῦ βίου παλαιοτέρων καὶ νεωτέρων ἐποχῶν. Ἡ ἄρνηση ὅμως μίας συγκεκριμένης πολιτικῆς πρακτικῆς, ποὺ μετατρέπει τὴν πολιτικὴ ἀπὸ ἄσκηση θυσίας σὲ ἄσκηση λῃστείας, δὲν συνιστᾷ ἔλλειψη πολιτικότητας. Τοὐναντίον, κανεὶς ἀπ᾿ ὅτι ἔχω ὑπόψη δὲν ὑπῆρξε τόσο ἀμείλικτα μαστιγωτικὸς κατὰ τῆς πολιτικῆς τῶν ἰσχυρῶν στὸ βαθμὸ ποὺ ὑπῆρξε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἐλέγχοντας τὴν πολιτικῆς τῆς πανίσχυρης Βενετίας, πού, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἦταν ὁ πλανητάρχης τῶν τότε καιρῶν, γράφει στὸ μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ Μὴ χάνεσαι τοῦ Γαβριηλίδη μεταξὺ τῶν μηνῶν Νοεμβρίου 1882 καὶ Φεβρουαρίου 1883, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἡ γενεολογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς …βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…».
Μετὰ ἀπὸ ἕναν τέτοιο στιγματισμό, πὼς ἦταν δυνατὸν νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ δημοπιθήκους καὶ δημοκόλακες σὰν ἀντιδραστικός; Ἀλλὰ σ᾿ αὐτὸ ἔγκειται κατ᾿ ἐμὲ ἡ βαθειὰ πολιτικὴ συμπεριφορὰ τοῦ Παπαδιαμάντη ὡς ἀνθρώπου. Προτίμησε νὰ πεινάσει παρὰ νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς ἰσχυροὺς τῆς πολιτικῆς. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔζησε σὰν ζητιάνος ὄχι γιατὶ τοῦ ἄρεσε νὰ εἶναι Διογενικός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν ἦταν ἀγαπητὸς στὸν πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ μικρόκοσμο τῆς Σκιάθου καὶ τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπείνασε, ὄχι γιατὶ δὲν ἐδούλεψε, ἀλλὰ γιατὶ δὲν προσκύνησε κανέναν ἰσχυρὸ οὔτε τῆς πολιτείας, οὔτε τῆς ἐκκλησίας. Πρὸς ὅλους ἦταν ἐξ ἴσου αὐστηρὸς καὶ ὅπου ἔπρεπε ἦταν ἐπικριτικός. Αὐτὸ συνιστᾷ τὴ βαθύτερη πολιτικὴ οὐσία τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος λαϊκὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ – κι ὄχι γιὰ χρηματισμὸ – συνέταξε τὸ πρῶτο καταστατικὸ θεσσαλικοῦ ἀγροτικοῦ συλλόγου.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἀρνητικὸς ἔναντι τῆς τότε πολιτικῆς, διότι ἔβλεπε νὰ διαμορφώνεται ἕνας πολιτικὸς βίος ἔξω ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ παράδοση τῆς ἐκκλησίας. Ὅπως πολὺ σωστὰ παρατήρησε ὁ Σπύρος Μελᾶς, «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε, ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος». (Πρόλογος, στὴν ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» ἀπὸ τὸ Γ. Βαλέτα, τόμ. Α´, σ. 18). Ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πολιτικὴ παράδοση γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικὸ θάνατο τοῦ Γένους. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν σφόδρα πολέμιος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἀπέστεργαν τὴν βυζαντινή μας παράδοση, ποὺ περισσότερο ἴσως κι ἀπὸ πνευματική, εἶναι παράδοση πολιτική, μέσα ἀπὸ τὴ θρησκευτική της ἔκφραση. Γράφει στὸ περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Ἀκρόπολι τὸ 1893, τὰ ἀκόλουθα σαρκαστικά, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν μυκτήριζαν γιὰ τὴν ἐμμονή του νὰ γράφει θρησκευτικὰ ἑορταστικὰ διηγήματα:
«Μὴ ῾θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!᾿. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψης, ὅτι ὁ Χριστὸς ῾δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ᾿, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς ῾προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;᾿» (Β´, 109).
Ἰδοὺ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ πολιτικό μας πρόβλημα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἴδιο διήγημα λίγες γραμμὲς παρακάτω:
«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος».
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει μία ὁλικὴ σύλληψη περὶ τοῦ Γένους. Δὲν τὸ βλέπει στὰ πλαίσια τῆς ἀπελευθερωμένης νότιας Ἑλλάδος. Γι᾿ αὐτὸν Γένος εἶναι τὸ ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς πνευματικὴ κεφαλὴ τὴν Βασιλεύουσα καὶ τὸ ὁποῖο ἐν πολλοῖς παραμένει ἀλύτρωτο καὶ χρειάζεται χεῖρα βοηθείας, ποὺ δὲν εἶναι μόνο οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ἐνίσχυση, ἀλλὰ πρωτίστως ἐνίσχυση πνευματική, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ σημαίνει ἀποκοπὴ ἀπὸ τὶς πάτριες ρίζες ἐν ὀνόματι κάποιου «ἐκσυγχρονισμοῦ», ποὺ καὶ τότε, ὅπως καὶ νῦν, ταλανίζει τὸ δύσμοιρο Γένος μας. Δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ὅποια ἐξέλιξη ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε ξεγράφει τὶς νεωτερίζουσες τάσεις. Ἁπλῶς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στὴν ἀρχὴ τοῦ «κάθε πρᾶγμα στὸν καιρό του». Καὶ γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
Ἡ θρησκεία ἦταν, γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ἡ πλατειὰ καὶ ἰσχυρὴ βάση πάνω στὴν ὁποία ὄφειλε τὸ Γένος νὰ στηρίξει τὴν πολιτική του. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης, κάνοντας μὲ τὰ λογοτεχνήματά του, τὴ δική του πολιτική, συμπυκνώνει τὸ πολιτικὸ/λογοτεχνικό του δόγμα στὰ ἑξῆς:
«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη. ῾Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείῃ ἡ γλῶσσα μου τῷ λαρυγγί μου, ἐὰν οὐ μὴ σοῦ μνησθῶ᾿» (Β´, 110).
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν τότε πολιτικὴ πραγματικότητα. Τίποτε ἀναληθέστερο ἀπὸ αὐτό. Τὴν παρακολουθοῦσε σὰν ἄγρυπνος Ἄργος καὶ ἀγωνιοῦσε γι᾿ αὐτό. Ἔγραφε στὴν Ἀκρόπολι τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1896, χρονιὰ τῆς τελέσεως τῶν Α´ Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, τὰ ἀκόλουθα:
«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;᾿.
Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.
Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;
Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης τὴν ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς ζοῦσε τὸ πολιτικὸ μεθύσι ποὺ προσέφεραν οἱ Ὀλυμπιακοὶ ἀγῶνες. Ἕνα χρόνο μετὰ ἦλθε ἡ ἐπονείδιστη ἧττα τοῦ 1897. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἡ γλαῦξ ποὺ θρηνοῦσε ἐπὶ τῶν ἐρειπίων, εἶχε δικαιωθεῖ. Ἀλλὰ πόσοι ἀκοῦνε τὶς γλαῦκες τὶς τότε καὶ τῆς παρούσης ἐποχῆς; Φέτος μοῦ εἶχε ζητηθεῖ νὰ συμβάλω στὴ σύνταξη μίας πολιτικῆς προκηρύξεως. Ἀλλὰ δὲν ἔστερξα, γιατὶ δὲν ἤθελα νὰ ἐνταχθῶ κομματικὰ πουθενά. Στὴν ἐφημερίδα ὅμως ὅπου ἀρθρογραφῶ ἔγραψα ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε σὲ μία προκήρυξη πολιτικὴ νὰ προσθέσω οὔτε τελικὸ νι στὰ ὅσα ἔγραψε σ᾿ ἕνα μελέτημά του περὶ κλήρου καὶ ἐκκλησίας τὸ 1896 ὁ Παπαδιαμάντης:
«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».
Σφάλλουν ἀφαντάστως ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἔξω ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ καιροῦ μας. Μὲ τὴν «Φόνισσα» θίγει καιρίως τὸ μέγα κοινωνικὸ πρόβλημα τῆς προῖκας, μὲ τὸ «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», τὸ πρῶτο οἰκολογικὸ διήγημα τῆς λογοτεχνίας μας, θίγει τὸ πρόβλημα τῆς καταστροφῆς τοῦ περιβάλλοντος καὶ δι᾿ αὐτῆς καὶ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸ ἀσυλλήπτου δραματικότητος ἀφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τὶς φοβερὲς πληγὲς τῆς χαρτοπαιξίας καὶ τῆς τοκογλυφίας, τὴν ὁποία, ὡς πολιτικὴ λέπρα στιγματίζει καὶ στὸ «Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου», ἐνῷ στὸ πολὺ καυστικὸ «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δὲν διστάζει αὐτὸς ὁ θεοσεβὴς νὰ γίνει μαστιγωτὴς τῆς ὑποκριτικῆς καὶ ἄπληστης συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνώτερου κλήρου, ἢ τῆς σιμωνίας τὴν ὁποία φραγγελώνει ἀλύπητα στὸ ἀφήγημα «Ὁ ἀνάκατος», ὅπου εὐτόλμως ἐντὸς παρενθέσεως γράφει: «Ἐπειδὴ τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκριβήνει, πρὸς τοὺς ἄλλους καὶ ἡ σιμωνία, καὶ δὲν εἶχαν διορίσει οἱ ῾῾δεσποτάδες᾿᾿, ἀνὰ τὸ θεόσωστον βασίλειον, πρωτοσυγκέλλους ἐργολάβους, οἵτινες ν᾿ ἀπαιτοῦν ἑκατοστάρικα εἰς πᾶσαν τοιαύτην περίπτωσιν» (Ε´, σ. 122). Οὔτε νομίζω ὅτι ὑπάρχει κανεὶς στὴ λογοτεχνία της τότε ἐποχῆς ποὺ νὰ ἐστιγμάτισε τὸν ἀντιεβραϊσμὸ μὲ τόσο ἄρτιο λογοτεχνικὸ τρόπο ὅσο τὸ ἔπραξε ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τελευταῖο ἴσως διήγημα τῆς ζωῆς του, «Ὁ ἀντίχτυπος τοῦ νοῦ», ποὺ τελειώνει μὲ τὴν καταπληκτικὴ καταπελτικὴ φράση: «Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει». Ἴσως αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ τελευταία της ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη γραμμή.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἐπέλεξε συνειδητὴ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὴ δημοσιογραφία, γιατί ἤθελε νὰ εἶναι κοντὰ στὴ φλεγμαίνουσα ζώνη τῆς πολιτικῆς λειτουργίας. Ἦταν μέσα στὴν ψυχὴ τῆς πολιτικῆς, ὅπως ἦταν καὶ μέσα στὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἡ προβολή. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε ἀκόμη ἡ πολιτικὴ τῶν λόγων, ἡ πολιτικὴ τοῦ θεάματος. Ἀπεχθανόταν τὸν λογοκοπικὸ δημαγωγισμό. Γράφει σ᾿ ἕνα μικρὸ ἀφήγημα τοῦ 1907, τὸ «Ἐπιμηθεὶς εἰς τὸν βράχον» τὰ ἀκόλουθα σωστὰ γιὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ λαοῦ: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α, 467). Καὶ ἂς μοῦ πεῖ ὁποιοσδήποτε «προοδευτικὸς» ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος συγγραφέας μας ποὺ ἔθιξε τὸ πρόβλημα τῶν ναρκωτικῶν, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ ἀληθινὰ συγκλονιστικὸ ἀφήγημα «Κοινωνικὴ ἁρμονία», ποῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1906; Ποιὸς ἔθιξε πρῶτος τὴν κοινωνικὴ διάσταση τῆς πορνείας, ἂν ὄχι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὸ τολμηρότατο γιὰ τὴν ἐποχή του «Τὸ Ἰδιόκτητο»; Ἀλλὰ καὶ πάλι ἐρωτῶ πάντα ἐχέφρονα πολίτη, ποιὸς εἶναι ὁ πρῶτος λογοτέχνης μας, ποὺ ἐστιγμάτισε τὸν διχασμὸ ποὺ συνεπάγεται ὁ κομματισμός, ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παπαδιαμάντης, μὲ τὸ ἀνεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», ποὺ γράφτηκε τὸ 1909; Ἀρκεῖ μόνο μία περικοπὴ ἀπὸ αὐτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον» (Ε´, 60). Ἕνας ἄλλος παπᾶς γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθῇ ἐμφανῶς εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμιά του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν!
Κάποιοι ἐπικριτὲς τοῦ Παπαδιαμάντη ἔχουν παρατηρήσει ὅτι ὁ Σκιαθίτης πεζογράφος, κι ὅταν ἀκόμη ἀσχολεῖται μὲ τὴν πολιτική, εἶναι πάντα ἐπικριτικός, γιατὶ δὲν πιστεύει στὴν πολιτικὴ καὶ δὲν ἔχει ὅραμα πολιτικό. Ὅμως κι αὐτὴ ἡ παρατήρηση εἶναι λάθος φρικτό, ποὺ ἀδικεῖ τὸν Παπαδιαμάντη. Ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καμμία δυσκολία νὰ τιμήσει τὴ μνήμη τοῦ Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα τὸ καλύτερο κατ᾿ ἐμὲ πολιτικὸ πορτραῖτο τοῦ Μεσολογγίτη πολιτικοῦ. Εἶναι τόσο σπαρταριστὴ ἡ περιγραφὴ ποὺ μόνο ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ζήσει τὸν Τρικούπη ἀπὸ πολὺ κοντὰ καὶ μετεῖχε τοῦ ἰδίου πολιτικοῦ ὁραματισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀποδώσει τόσο πιστά.
* * * * *
Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα ποὺ τὸ θεωρῶ θεμελιακὸ γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ ἰδεολογικοῦ χώρου τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἀσφαλῶς ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας ἦταν σφοδρὸς πολέμιος τῆς μικροπολιτικῆς· εἶχε ὅμως ὅραμα μεγάλης πολιτικῆς; Στὸ βιβλίο μου Ξαναδιαβάζοντας τὴ «Φόνισσα», ποὺ κυκλοφορήθηκε τὸ 1987, προσπάθησα ἀπὸ πολλὲς γωνίες λήψεως νὰ φωτογραφήσω τὸ πολιτικὸ ὅραμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ ἦταν βεβαίως τὸ ὅραμα ἑνὸς μεγάλου ἔθνους, ἀλλὰ πραγματωμένου μὲ ἄλλες μεθόδους καὶ ἄλλη ἰδεολογία ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἐπίσημα ἐξέφραζε ἡ πολιτικὴ τῆς Ἀθήνας. Ἡ πολιτικὴ τῆς Μεγάλης Ἰδέας ἐκφραζόταν τότε καὶ μετὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀποσπάσεως ἐδαφῶν ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία. Γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπερίσχυε ἡ πολιτικὴ παράδοση τοῦ Βυζαντίου, ἡ ἐθνικὴ πολιτικὴ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὄχι πολιτικὴ ἀποσπάσεως ἀλλὰ κληρονομιᾶς. Οἱ Ἕλληνες, συνετὰ πολιτευόμενοι, θὰ ἦσαν οἱ φυσικοὶ κληρονόμοι τῆς καταρρέουσας ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανὸς καὶ ὡς πρὸς τὴν ἰδιοσυστασία του Ῥωμιός, ἔβλεπε τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα μὲ μία εὐρύτερη προοπτική, ποὺ περιεῖχε ὅλους τους Χριστιανοὺς τῆς Βαλκανικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Ρωμιοσύνη του δὲν προσέκρουε στὴν Ἑλληνοσύνη του. Οἱ Ἕλληνες ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ μικρὰ ζύμη ποὺ θὰ ζυμοῦσε ὅλο τὸ φύραμα τῶν λαῶν καὶ θὰ τοὺς ἔδινε ἕνα ὅραμα πολιτικό. Ὁ Παπαδιαμάντης, κι ἂν δὲν ἦταν πολιτικός, ἔβλεπε ὡστόσο ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς μποροῦσε νὰ ἐκταθεῖ ἕως ἐκεῖ ποὺ ὑπῆρχε συμπαγὴς ἐθνολογικὴ βάση. Ἀντίθετα, ἡ ἰδέα τῆς Ρωμιοσύνης, ἐμπεριέχοντας καὶ τὴν ἑλληνοσύνη, εἶχε μία διάσταση εὐρύτερη, σχεδὸν οἰκουμενική. Δυστυχῶς, ὁ Δυτικισμὸς δὲν μᾶς ἐπέτρεψε νὰ διαμορφώσουμε μία ἀνατολικὴ πολιτικὴ – ἔστω κι ἂν στόχος μας πολιτικὸς ἦταν ἡ Ἀνατολή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παπαδιαμάντης ἀποστρεφόταν τὴν τρέχουσα πολιτικὴ καὶ τὶς τότε ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τῆς Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς ἀξίες. Ἔβλεπε τοὺς ὁμοεθνεῖς του νὰ ἀγωνίζονται νὰ γίνουν μικροί, ἐνῷ ἡ ἱστορική τους ἀποστολὴ ἦταν νὰ γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μῆνες μετὰ τὸ θάνατό του ἡ Ἑλλὰς εἶχε διπλασιασθεῖ ἐδαφικὰ καὶ δέκα χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του εἶχε τριπλασιασθεῖ. Ἡ αὔξηση ὅμως αὐτὴ ἦταν στρατιωτικὴ κι ὄχι πολιτική, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Μεγάλη Ἰδέα πνίγηκε στὶς ὄχθες τοῦ Σαγγάριου καὶ στὶς ἀκτὲς τῆς Ἰωνίας. Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως ἀργότερα ὁ Ἴων Δραγούμης, ἔβλεπε τὸ ζήτημα διαφορετικά. Μία ἄλλη χριστιανικὴ αὐτοκρατορία θὰ διαδεχόταν τὴ μουσουλμανικὴ καὶ θὰ ἔδινε νέα πνοὴ στοὺς ὑποταγμένους λαούς, μηδὲ τῶν Σλάβων, τῶν Ἀλβανῶν καὶ τῶν Μουσουλμάνων ἑξαιρουμένων. Δὲν φοβόταν τὴν Ἀνατολὴ ὁ Παπαδιαμάντης, οὔτε τὸ Βορρᾶ, φοβόταν τὴ Δύση γιὰ τὶς μικρὲς ἀξίες ποὺ προωθοῦσε στὸ χῶρο μας, ἀξίες ποὺ ἔκαναν τὸν Ἕλληνα ἀπὸ λαϊκὸ ἄρχοντα καὶ λαϊκὸ νοικοκύρη νὰ γίνεται μικρόψυχος καὶ χρηματόφιλος ἀστός. Ἕνα κλάσμα ἀνθρώπου.
Σὲ ἕνα μικρὸ – σχεδὸν ἐλάχιστο – ἀφήγημα ποὺ ἔγραψε τὸ 1907, ὑπὸ τὸν περίεργο τίτλο «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», ὑπάρχει σὰν καταληκτικὴ ἡ καταπληκτικὴ ἐρωτηματικὴ φράση:
- «Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι
Ἰδού, λοιπόν, τὸ πολιτικό μας πρόβλημα, ὅπως τὸ ἔθεσε τότε καὶ γιὰ τώρα ὁ Παπαδιαμάντης· γιατὶ τὸ ἐρώτημα τοῦτο παραμένει καὶ τώρα ἐπίκαιρο.
  
Εἰσήγηση μὲ τίτλο «Ὁ Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης» ποὺ παρουσιάστηκε στὸ διήμερο Συνέδριο ποὺ ὀργάνωσε στὴν Παλαιὰ Βουλὴ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἑλλάδος ἐπ᾿ εὐκαιρία συμπληρώσεως 150 χρόνων ἀπὸ τὴν γέννηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὶς 25 καὶ 26 Μαΐου 2001.