Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Το αίμα και το πνεύμα, του Δημήτρη Κοσμόπουλου

Αν δεν δώσεις αίμα, δεν λαβαίνεις πνεύμα - αυτό μαρτυρείται από την ασκητική παράδοση της ορθόδοξης πίστης. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε με το αίμα του, με το αίμα του -κυριολεκτικά- πότισε τους αμάραντους λειμώνες των χλοαζόντων θαυμάτων.
Τις σελίδες του. Ξετυλίγοντας το ειλητάριο μιας αέναης προσευχής. Εκείνος με βλέμμα «τεθαμβωμένον» έβλεπε τον άνθρωπο ως μυστήριο και την κτίση ως αποκάλυψη θεϊκής αγάπης. Και οι άλλοι, οι πάσχοντες από «γραμματανθρωπισμόν που φονεύει τα ασθενή τάλαντα» και από «τον διλεταντισμόν που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερον μέρος της τέχνης των ημερών μας» (βλ. Π. Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περ. «Παναθήναια», Τομ. ΙΓ', 15 Οκτ. 1906) - οι άλλοι, λοιπόν, έβλεπαν έναν κουρελή. Περπάτησε σ' αυτόν τον βίο προσευχόμενος, δηλαδή αδιάπτωτα και ακαταμάχητα ερωτευμένος. Η γραφή του είναι καρπός προσευχής, όπως το σταφύλι στην άμπελο. Προσευχόμενος και, κατά κόσμον, διαρκώς ηττημένος. «[...] Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. [...]», γράφει στον ανησυχούντα πατέρα του, στις 15 Οκτωβρίου 1881. Εγκάθειρκτος στη σπατάλη για τον επιούσιο, άχρι πέρατος κελεύθους. Ξενιτεμένος, ανέστιος, φερέοικος και πλάνητας, όπως ο ξεπεσμένος του Δερβίσης. Ξεπεσμένος και αποτυχημένος για τα μέτρα και τα σταθμά της αθηναϊκής θορυβοποιίας. Εξόριστος και λαμπερός μέσα στην «έντιμον πενίαν» και στη συνειδητή ακτημοσύνη. Μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Μ' αρέσει πολύ, παιδιόθεν, που ο Φώτης Κόντογλου ονοματίζει τον Παπαδιαμάντη Χριστιανό Δερβίση. Εξόριστος, ο ιερατικός διάκονος του κάλλους «μες στης Αθήνας τις εμορφιές». «[...] εις τον τόπον της καταδίκης -όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω- εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. [...]» (βλ. το διήγημα Νεκράνθεμα, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα, την 6η Ιουνίου 1925). Μιλώ για το αίμα της ψυχής του. (Αυτό που ο Εγγονόπουλος έλεγε «το αίμα τση καρδίας μου».) Γιατί το αίμα του κορμιού του το 'σπειρε στα γραφεία των εφημερίδων, αόκνως εργαζόμενος, μεταφράζων ειδήσεις, ρεπορτάζ, μυθιστορήματα. Με πλήρη εποπτεία της λογοτεχνίας και της σκέψης του καιρού του.
Τώρα που έρχονται σιγά σιγά στο φως οι θαμμένοι μέσα στην κίτρινη σκόνη των σελίδων από τις φυλλάδες εκείνου του καιρού, οι πολύτιμοι μαργαρίτες των λέξεών του χάρις στην κραταιά αγάπη, τη φιλολογική εμβρίθεια και το ασίγαστο μεράκι αφοσιωμένων ανθρώπων - τώρα βλέπουμε το ξόδεμά του και εισερχόμαστε στον κόπο του. Ο κόπος ετούτος κράτησε μέχρι τα τελευταία της επίγειας ζωής του έτη. Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 γράφει στον Βλαχογιάννη, που τον πιέζει να κάνει πιο γρήγορα, στη μετάφραση της Ιστορίας του Γόρδωνος, ανάμεσα σ' άλλα: «[...] Πέντε ημέρας εδοκίμασα το σύστημα της οκταώρου εργασίας, με σκοπόν να τελειώσω γρήγορα, όπως ζητείς. (Εισήλθα τώρα εις τον Β' τόμον.) Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, και τα δύο άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί. Ωστε ξανακύλισα πίσω εις την πεντάωρον. Εδώ, και να θέλω, σχεδόν αδύνατον μου είνε να εργάζωμαι τας Κυριακάς και εορτάς. [...]». «Αδερφέ Αλέξανδρε», επιμένει ο Βλαχογιάννης, «Φίλτατε αδερφέ Ιωάννη...» απαντά ο μάρτυρας Αλέξανδρος, ευρισκόμενος στη Σκιάθο, όπου έχει επιστρέψει «εις τον τόπον της μικράς αναψυχής», με τον αδελφό του Γιώργη να «έχη πάθει τας φρένας». Ο Γεώργιος, «Δημογραμματεύς εν Πορταριά»· κι έπρεπε να εργάζεται επιπροσθέτως ο Αλέξανδρος, ώστε να συνδράμει τις αδελφές του, αλλά και την οικογένεια του Γεωργίου. Αλλά, γιατί τέτοια η εμπιστοσύνη του αθώου αμνού στον Βλαχογιάννη; Γιατί η αγάπη και η εμπιστοσύνη του στον Μαλακάση, ο οποίος με σθεναρή φωνή τον χαρακτήρισε τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα ποιητή»; Γιατί οι συνομιλίες του με τον Δαμβέργη, τον Χατζόπουλο, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα; «Μες στης Αθήνας τις εμορφιές» (ρεμπέτικο) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με δυο «σειριές» ανθρώπων έκανε παρέα. Με τους αληθινούς δημιουργούς, που ένοιωθε ότι καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν πως οι λέξεις του τους ανοίγουν το μυστικό μονοπάτι για να βγουν στο ξέφωτο της χαμένης ενότητας των προσώπων και των πραγμάτων - εκεί όπου παρέμενε άτρωτος και ολότμητος ο τρόπος ο οποίος κάνει το πένθος χαρά και τη χαρά δακρυόεσσα αγάπη. Ο τρόπος της συγχωρήσεως. Οι αληθινοί δημιουργοί -κι όχι ο πολτός των γραμματανθρώπων- εύρισκαν στις παραγράφους του την πνοή της λεπτότατης αύρας, η οποία σμιλεύει τον καημό και τα βάσανα σε ελεύθερη ύπαρξη. Αυτό το κάτι από την απολεσμένη αίγλη της κοινότητας και του μοιράσματος. Του δοσίματος μέσα απ' όπου ο βίος από παραίσθηση γίνεται ζωή παλλόμενη. Αυτοί οι συγγραφείς τον νοιάζονταν, με βαθύ σεβασμό και όσο μπορούσαν. Οταν πρόκειται να φύγει για τη Σκιάθο, δίνει το αποχαιρετιστήριο γεύμα στου Μπαρμπαγιάννη, στη Δεξαμενή. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει με εταστική τρυφερότητα: «[...] Αγόρασες ρούχα και παπούτσια; -Αγόρασα Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παληά. Θέλεις να αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα;» Αυτοί κι ακόμα ο Γεράσιμος Βώκος, ο Κ.Α. Ψάχος, ο Νίκος Βέης είναι που καταγράφουν τις σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την άλλη «σειριά» - με τους απλούς μανάβηδες, κηροπλάστες, οινοπαντοπώλες, καραγωγείς. Με αγαθούς λευΐτες, όπως ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς, στις αγρυπνίες του μικρού εκκλησιδίου, του Προφήτου Ελισαίου, στην οδόν Αρεως στο Μοναστηράκι. Εκεί ο Παπαδιαμάντης συνέψαλε με τον Μωραϊτίδη, ενόσω ο ιερουργός παπα-Νικόλας Πλανάς, στα μάτια των καθαρών τη καρδία, ίπτατο του εδάφους. «[...] Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφή του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ητο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Εψαλλε δε ο συγγραφεύς της "Νοσταλγού" μετά ζέσεως και πάθους αληθινού [...]» (βλ. Γεράσιμος Βώκος, Αγρυπνία εις τον Αγιον Ελισαίον, εφ. «Ακρόπολις» 1894). Ομως οι «επίσημοι εκπρόσωποι» του Χριστιανισμού εκείνης της εποχής, «οι τα μαλακά φορούντες» κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, τι έκαναν; Οπως και τώρα, όπως και πάντα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Μετά την κοίμησή του βεβαίως, και κατά συρροήν, προσπαθούν ανυποψίαστοι και «ουκ αναγνώσαντες» να ανεμίζουν το όνομά του, ως σημαία της εκάστοτε μορφής που λαβαίνει η «χριστιανική ιδεολογία». Ή, από κοινού με τους θεωρητικά βαρυφορτωμένους, γυρεύουν να τον τακτοποιήσουν ως υποσημείωση σε βαθυστόχαστες ερμηνευτικές εργασίες, που θεμελιώνουν θανατερές καριέρες. Αλλά πώς μπορεί να γίνει ο πόνος υπόθεση λογοτεχνικής, θρησκευτικής ή ιδεολογικής βεγγέρας; Τα ιψενικά τρίγωνα και τα φροϋδικά τετράγωνα συμπλεγμένα με τη διαστροφή της πίστης σε θεωρία δεν εξαρκούν. Ο Τσαρούχης άλλωστε είχε προειδοποιήσει ότι ο Παπαδιαμάντης «με δύο ή τρία "θρησκόληπτα" και αγράμματα γραΐδια του νησιού του, αχρηστεύει τον Φρόυντ.» Επειδή δε στον κόσμο αυτό «Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του», όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο εμβληματικό για τον Παπαδιαμάντη κείμενό του (περ. «Ο Ταχυδρόμος», 1961) και με το αίμα της ψυχής του αντίτιμο, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε διακαώς ερωτευμένος με την αληθινή ζωή. «Κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», λέει ο Καρούζος. Κατά τούτο πραγμάτωσε την προτροπή τού Αββά Λογγίνου: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» (βλ. Γεροντικόν, Αββάς Λογγίνος, απόφθεγμα Ε').
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.

Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια


Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποῦ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας τοῦ χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε νὰ τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
- Σεβτᾶς εἶν᾿ αὐτός, δὲν εἶναι τσορβᾶς...- ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποῦ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατοῦκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ᾿ ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφός με καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλη κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μία φορὰ κ᾿ ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.

Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοῦ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπάρμπα-Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοῦ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ᾿ ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχεν πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογοῦ. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήση αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
*
* *
Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογοῦ, διὰ νὰ ξεχάση τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκα του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν᾿ ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποῦ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποιητικὰς εἰκόνας.
- Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!... νὰ εἶχε βρόχια... νὰ εἶχε φωτιές... Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια... νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές... νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια... Ἕνας γέρο-Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο-Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν, εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν᾿ ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινα χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς ἀγριελαίας εἰς τὸ βουνὸν τοῦ Βαραντᾶ, ἐξέλιπον τὰ μύρτα ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ αἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο-Φερετζέλη.
*
* *
Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ᾿ ἐμορμύριζεν:
- Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ... κ᾿ ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ.
Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
- K᾿ ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῆ, νὰ μὴν ὑποψάλη τὸ σύνηθες ᾆσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κᾶμε κ᾿ ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.

Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον.
- Ἄσπρο σινδόνι... νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ... ν᾿ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας... νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν᾿ ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. N᾿ ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοῦ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψη, νὰ τὰ ἀσπρίση, νὰ τὰ ἁγνίση!
*
* *
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ᾿ ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὖρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
- Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια...
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
- Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώση πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν᾿ ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις-Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
- Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ᾿ εἰς τὸ πνεῦμα του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογοῦ, μακρύ-στενὸ σοκάκι!...»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
- Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε... ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!... Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. K᾿ ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δυὸ πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾿ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.