Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Μαθητές του 1ου Γυμνασίου Σκάλας Ωρωπού διαβάζουν Παπαδιαμάντη


ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ/ΤΡΙΕΣ  ΤΟΥ Γ΄2
ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2010-2011
       Στα πλαίσια του αφιερώματος για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη  οι μαθητές/τριες του Γ΄2 διάβασαν διηγήματα του συγγραφέα και έγραψαν περιλήψεις τους. Στο ταξίδι τους αυτό είχαν καθοδηγητή τη Φιλόλογο τους κ. Οικονόμου Ευαγγελία.
       Κάντε κλικ στον τίτλο του  κάθε διηγήματος, για να διαβάσετε το διήγημα στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη.


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το «Ναυαγίων ναυάγια» είναι ένα σατυρικό διήγημα, με το οποίο ο Παπαδιαμάντης σχολιάζει την κλεψιά, την απάτη, τη λαθρεμπορία και την απληστία.
Το διήγημα αρχίζει με την περιγραφή μιας φουρτούνας, όπου πελώρια κύματα χτύπησαν και συνέτριψαν ένα μικρό καράβι, στο οποίο επέβαιναν τρεις άντρες, ο πλοίαρχος, ο γιος του κι ένας έμπορος. Αφού κρατήθηκαν από κάποια ξύλα, σώθηκαν και κατέληξαν με μερικά χτυπήματα σε μία παραλία. Όταν συνήλθαν, αναλογίστηκαν τις ζημιές του ναυαγίου, οι δύο ναυτικοί το καράβι τους, κι ο έμπορος τα δεκαοκτώ δεματοτύρια του, που ήταν φορτωμένα στο πλοίο. Τελικά αποφάσισαν να ψάξουν για ένα μέρος να περάσουν τη νύχτα. Περπατώντας έπεσαν ξαφνικά μέσα σε μια λίμνη. Βγαίνοντας και προσπαθώντας να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους, είδαν μια σκιά. Αυτός ήταν ο επιστάτης της λίμνης, ο οποίος τους περιποιήθηκε με όσα είχε. Μαθαίνοντας μάλιστα για τα τυριά και για το πώς έπεσαν μέσα στη λίμνη οι τρεις άνδρες, έμεινε έκπληκτος και τους διηγήθηκε το μύθο με το μάτι της λίμνης, το οποίο ρουφάει όσα του στέλνει ο αφαλός της θάλασσας, που τραβάει από μακριά τα πράγματα, αν ναυαγήσει κανένα καΐκι. Οι τρεις άντρες, που στη φουρτούνα είχαν χάσει εκτός από το καΐκι τους και δεκαοκτώ δεματοτύρια, πίστεψαν ότι αυτά θα τα είχε ρουφήξει τελικά ο αφαλός της θάλασσας. Ο έμπορος θέλοντας λοιπόν να τα βρει, έκανε παζάρια με διάφορους βαρκάρηδες, ώστε να του τα ψαρέψουν, συμφωνώντας τελικά με τον φθηνότερο. Οι άλλοι όμως βαρκάρηδες, ξέροντας την τοποθεσία που είχε γίνει το ναυάγιο, πήγαν πριν από αυτόν, ψάρεψαν τα τυριά από τη θάλασσα και τα κράτησαν για τον εαυτό τους.
[Κασάπογλου Έλενα] 
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Ήταν μια γυναίκα, δασκάλα, και αστεφάνωτη, που την έλεγαν Χριστίνα. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, δεν είχε το θάρρος να κάνει φανερά αυτά που οι τότε καλές οικογένειες και καλές κυρίες έκαναν. Διότι, όταν είχε διοριστεί σε εκείνο το χωριό, είχε γνωρίσει κάποιον που της έταζε γάμο και στο τέλος την ξεγέλασε. Έτσι, θεώρησε τον εαυτό της δούλα, ενώ δεν ήταν. Πιστεύοντας στον «άγραφο νόμο», ενώ ήταν καλή νοικοκυρά, δεν είχε το θάρρος να ζήσει όπως ζούσαν οι καλές κυρίες. Από τη λαχτάρα της που δεν είχε δικά της παιδιά, μάζευε τα παιδιά των υπηρετριών, τα φρόντιζε, τους μάθαινε να γράφουν και να διαβάζουν. Αλλά κάποια από αυτά, που ήταν προσβεβλημένα από ασθένειες που δεν είχαν αντίδοτο πέθαιναν, κι έτσι μαράζωνε περισσότερο. Έτσι η Χριστίνα έμεινε άτεκνη και αστεφάνωτη, κι έπλενε και καθάριζε όλο το χρόνο. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφε τα κόκκινα αυγά. Πήγαινε στην εκκλησία μαζί με τις δούλες και τις παραμάνες, για να ακούσει το «Αναστάσεως ημέρα». Τέλος, όπως ο Χριστός δέχτηκε τη συγγνώμη της αμαρτωλής γυναίκας και του ληστή, έτσι θα δεχτεί και τη συγγνώμη της Χριστίνας.
[Κάτσα Ευαγγελία]

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Το διήγημα αναφέρεται σε μια γυναίκα, μεγάλη σε ηλικία, που σε όλη της τη ζωή ασχολείται με τις ζωές των άλλων σχολιάζοντάς τους. Η Αποσώστρα, όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, διότι απόσωνε κάθε κουβέντα και κάθε μαντάτο, χάνοντας μέλη της οικογένειάς της, είτε από θάνατο είτε λόγω της ξενιτιάς, πέφτει σε κατάθλιψη και, για να την ξεπεράσει, αρχίζει να υιοθετεί παιδάκια, ώστε να της καλύψουν κάποια κενά. Αλλά δεν της βγήκε σε καλό, γιατί κανένα παιδί δεν κάθισε μαζί της, αλλά, το αντίθετο, την εγκατέλειπαν και έφευγαν. Έτσι, για να ξεχάσει τη μοναξιά της, ασχολείται και  με την εκκλησία. Εξαιτίας όμως του ιδιόρρυθμου χαρακτήρα της, τον οποίον συνειδητοποιεί ότι έχει, αποτραβιέται από αυτά και καταφεύγει στον κοινωνικό σχολιασμό άλλων ατόμων. Τα σχόλια αφορούν κυρίως την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων, αλλά και την οικογενειακή τους κατάσταση, που γίνονται γνωστά μέσω των κουτσομπολιών του χωριού. Και με έναν τέτοιο καυστικό σχολιασμό τη θυμούνται οι περίοικοί της λίγο πριν πεθάνει.
[Κολενιάρη Χριστίνα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
          Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η στρίγγλα μάνα» αναφέρεται στην ιστορία του Ζάχου και της μάνας του Ζωγάρας, η οποία τον είχε καταντήσει τρελό με τις στριγγλιές και τις βλασφημίες της. Ο Ζάχος ήταν εικοσιπέντε ετών. Η μάνα του τον ανάγκαζε να κάνει διάφορες δουλειές, να πηγαίνει στις βάρκες και στα αμπέλια, γιατί δεν είχε να πληρώσει μεροκάματα. Όταν λοιπόν δεν τον έβαζε να κάνει δουλειές η μάνα του, εκείνος περνούσε την ώρα του καθισμένος σε ένα πεζούλι, παίζοντας μονότονους ήχους, ρυθμούς και μελωδίες με το μπουζούκι του. Ο Ζάχος με το τραγούδι του συνόδευε το πλύσιμο των πιάτων, το σφουγγάρισμα. Ήταν Αύγουστος, και η Ζωγάρα, η μάνα του Ζάχου είχε κανονίσει να πάει ο γιος της στις μεγάλες βάρκες που μάζευαν καυσόξυλα από έρημες ακρογιαλιές, μακριά από λιμάνια, γιατί της χρειάζονταν καυσόξυλα για το χειμώνα. Η Ζωγάρα είχε άλλους δύο γιους, που είχαν ξενιτευτεί στην Αμερική, στον Ειρηνικό Ωκεανό και στην Πολυνησία, και άλλες δύο κόρες, που είχαν γεννηθεί φθισικές και είχαν πεθάνει. Κι έτσι η Ζωγάρα δεν παραπονιόταν πώς θα τις προίκιζε για να τις πάντρευε, που έλεγε συνέχεια. Μία ημέρα, ο Ζάχος όχι μόνο παράκουσε τις διαταγές της, αλλά ούτε καν παρουσιάστηκε μπροστά της. Ο Ζάχος περιπλανιόταν και τραγουδούσε με το μπουζούκι του. Έτσι η μάνα του έβαλε δύο χωροφύλακες να του πάρουν το μπουζούκι. Επειδή όμως ο ένας από αυτούς έπρεπε να φύγει, να επιβιβαστεί στο πλοίο, για να πάει στη Στερεά Ελλάδα, οι δυο τους τσακωνόντουσαν για το ποιος θα κρατήσει το μπουζούκι. Το πήρε λοιπόν ο ένας και το πέταξε από το παράθυρο, αυτό έπεσε πάνω σε μια προβατίνα που βρισκόταν από κάτω, κι έτσι δεν έπαθε τίποτα το μπουζούκι. Εκείνη την ώρα περνούσε από εκεί ο Αλέξης της Βάσως, της γειτόνισσας, που ήξερε την ιστορία, πήρε το μπουζούκι και το έδωσε στο Ζάχο.
[Κολιμάτση Μαρία]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος, ο Γιωργής, εργάζεται ως βοηθός του καπετάν Κωνσταντή του Σιγουράντσα, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα αποκτήσει και ο ίδιος το δίπλωμα του ναυτικού. Κάποια μέρα, ο καπετάν Κωνσταντής του είπε να κοιμηθεί το βράδυ στη βάρκα, για να μεταφέρουν νωρίς το πρωί μια νύφη. Ο Γεωργής υποπτεύθηκε ότι η νύφη αυτή ήταν η Αρχόντω, την οποία αγαπούσε κρυφά. Κατά τη διάρκεια της νύκτας άκουσε πυροβολισμούς, που επισημοποιούσαν το γάμο της Αρχόντως με έναν ξένο. Το ξημέρωμα έφτασαν στη βάρκα η Αρχόντω με τον άντρα της, που ήταν πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία, η μητέρα της και ο Σιγουράντσας. Ο Γεωργής τότε άρχισε να σκέφτεται διάφορους τρόπους με τους οποίους θα αναποδογύριζε η βάρκα, ώστε να γλιτώσουν μόνο ο ίδιος και η Αρχόντω. Στο τέλος όμως η λογική επικράτησε, κατέπνιξε τα συναισθήματά του και αναδείχτηκε ήρωας, αφήνοντας τον έρωτά του να συνεχίσει τη ζωή του και θυσιάζοντας τη δική του.
[Κολιμάτση Γιώτα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Στο διήγημα, την ιστορία της Ουρανίτσας αφηγείται η Φιλιώ Ματαρώνα, μια γριά γυναίκα. Η Ουρανίτσα ήταν αδελφή της αφηγήτριας από προηγούμενο γάμο της μητέρας της. Όταν η αφηγήτρια ήταν οχτώ χρονών, η Ουρανίτσα ήταν δεκαέξι και αρραβωνιάστηκε το Σπύρο της Μπερνίτσας. Ο Σπύρος αμέσως μετά μπάρκαρε με το καράβι, ενώ η Ουρανίτσα πήγε να μείνει με την πεθερά της, την Μπερνίτσα. Οι μήνες περνούσαν, ο Σπύρος δεν επέστρεφε και η Ουρανίτσα δεν αισθανόταν καλά. Ώσπου αποκαλύπτει στην πεθερά της ότι είναι έγκυος, από το Σπύρο φυσικά. Εκείνη όμως αμφισβητεί ότι το παιδί είναι του γιου της, του Σπύρου, η Ουρανίτσα απειλεί ότι θα πιει φαρμάκι απ’ την ντροπή της, κι η πεθερά της σχεδόν την προτρέπει. Μετά από λίγες ώρες η Ουρανίτσα κείτεται νεκρή. Όμως ο παπάς και οι άλλοι αρνούνται να τη θάψουν στο νεκροταφείο, αφού αυτοκτόνησε. Έτσι αποφασίζεται να θαφτεί η Ουρανίτσα, χωρίς «να διαβαστεί», σε ένα μικρό νησάκι έξω από το λιμάνι. Ένα χρόνο μετά, πήγαν κάποιοι ψαράδες στο νησάκι, θέλησαν να κάψουν ξύλα και από εκεί αναδύθηκε μια ωραία μυρωδιά από τα δέντρα, τα χόρτα, τα λουλούδια, γιατί ήταν ο τάφος της Ουρανίτσας. Από τότε άρχισαν να το λένε το νησάκι «το νησί της Ουρανίτσας».
[Κονάσιεβιτς Ναταλία]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ο έρωτας στα χιόνια» αφηγείται τη θλιβερή ιστορία ενός ανθρώπου, του μπαρμπα-Γιαννιού του Έρωντα, όπως τον αποκαλούσαν οι γειτόνισσες, ο οποίος είχε χάσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Ήταν ναυτικός, και για να ξεχάσει όλες αυτές τις συμφορές, ερωτεύτηκε τη γειτόνισσα την Πολυλογού. Όμως εκείνη ήταν παντρεμένη,  με τέσσερα παιδιά, κι έτσι ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας άρχισε να πίνει, για να την ξεχάσει. Την πρώτη βραδιά, γυρνώντας στο παλιό μισογκρεμισμένο σπίτι του, τραγουδούσε τον πόνο και τα παράπονά του. Ο χειμώνας βαρύς, και αυτό είχε επίπτωση στα συναισθήματα του μπαρμπα- Γιαννιού του Έρωντα. Τη  δεύτερη βραδιά δεν ήταν πολύ μεθυσμένος. Πέρασε πάλι από τη γειτόνισσα και της μουρμούριζε και της τραγουδούσε το συνηθισμένο τραγούδι. Την τρίτη βραδιά, το χιόνι είχε στρωθεί και ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας ευχόταν το χιόνι να ασπρίσει τα σωθικά των ανθρώπων και να μην έχουνε κακή καρδιά. Την τελευταία βραδιά, παραμονή Χριστουγέννων, ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας ήρθε πιο πολύ μεθυσμένος από ποτέ. Δεν ήταν καλά ούτε σωματικά ούτε ψυχικά. Δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, με αποτέλεσμα να πέσει στο χιόνι. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν, και ξεψύχησε, αφού η καρδιά του είχε ασπρίσει και είχε απαλλαγεί από την άσωτη ζωή που έκανε. 
[Κοντογιάννη Χριστίνα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
          Στο διήγημα η γριά Λούκαινα, μια φτωχή χαροκαμένη πολύπαθη γυναίκα, κατεβαίνει στη θάλασσα, για να πλύνει τα ρούχα στο αλμυρό νερό και να τα ξεβγάλει μετά στο ποταμάκι, που κυλάει εκεί κοντά. Περνώντας από το νεκροταφείο, που βρίσκεται στο δρόμο της, μοιρολογάει τα πεθαμένα παιδιά και τον άντρα της. Είναι απόγευμα, κατά το ηλιοβασίλεμα, και σε μια πλαγιά εκεί δίπλα ένας νεαρός βοσκός αρχίζει να παίζει με τη φλογέρα του «φαιδρό ποιμενικό άσμα». Στο μεταξύ, η μικρή εγγονή της Λούκαινας, η Ακριβούλα, έχει ξεφύγει από την επιτήρηση της μητέρας της και πηγαίνει να βρει τη γιαγιά της. Καθώς δε γνωρίζει το μονοπάτι, την κατευθύνει ο ήχος της φλογέρας και κάθεται να ακούσει για λίγο το τραγούδι του βοσκού, ο οποίος δεν την αντιλαμβάνεται. Η ώρα περνά και, όταν αποφασίζει να φύγει, έχει ήδη σουρουπώσει. Δεν καταφέρνει να βρει το μονοπάτι για να κατέβει στη θάλασσα και γλιστρώντας στην απότομη πλαγιά πέφτει στο νερό και πνίγεται. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται το θάνατό της. Η γιαγιά της μάλιστα, όταν ακούει τον παφλασμό, νομίζει ότι είναι ο βοσκός που πετάει πέτρες. Μόνο μια μικρή φώκια πλησιάζει το άψυχο σώμα της Ακριβούλας και αρχίζει να το μοιρολογά.                                                                        
  [Κότσκα Γεωργία]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Με αφορμή μια νεαρή κοπέλα που περνά από το σοκάκι του αφηγητή, παρέα με έναν πλούσιο και πολύ ερωτευμένο μαζί της νέο άνδρα, προκαλώντας τα σχόλια της γειτονιάς, ο αφηγητής μαθαίνει όχι μόνο πως η ομορφιά της κοπέλας έχει προκαλέσει ήδη μια αυτοκτονία, αλλά του δίνεται η δυνατότητα να θυμηθεί την παιδική της ηλικία, όταν η μητέρα της την έστελνε για ψώνια στον μπακάλη.  Από αυτή την ανάμνηση ξεκινώντας, γίνεται μια σπαρταριστή περιγραφή του μπακάλικου, όταν  μαζεύονταν τα πιτσιρίκια σταλμένα από τις μητέρες τους, για να ψωνίσουν, βρωμισμένα και λασπωμένα από το πρόχειρο παιχνίδι στο δρόμο. Τότε έχωναν τα χέρια τους μέσα στα τσουβάλια με τα όσπρια και το ρύζι, και στα εκτεθειμένα τρόφιμα, χώρια που έχαναν τις δεκάρες τους, προκαλώντας τον πανικό του μπακάλη. Αλλά και στην επιστροφή, τα ψώνια είτε καταβροχθίζονταν από τα πιτσιρίκια είτε απρόσεκτα ρίχνονταν και ανακατεύονταν με τα χαλίκια του δρόμου, προκαλώντας την οργή των μανάδων κατά του μπακάλη, που τον θεωρούσαν κλέφτη.
[Κότσκα Κώστας]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το διήγημα αναφέρεται σ’ ένα άτυχο συμβάν που έπαθε ένας γερο-βαρκάρης την παραμονή των Χριστουγέννων. Εκείνος είχε πλεύσει με τη βάρκα του στο απέναντι νησί, για να παραδώσει εμπόρευμα. Η κόρη του ήταν μόνη στο σπίτι, περιμένοντας τον πατέρα της να επιστρέψει. Καθώς περνούσαν οι ώρες και δεν παρουσιαζόταν, πήρε την απόφαση να βγει στην εξώθυρα του σπιτιού της. Μέσα στη νύχτα άκουσε ψιθύρους από τρεις γείτονες, που κατηφόριζαν για την εκκλησία, ότι η λέμβος του μπαρμπα-Διομά είχε βουλιάξει. Ο γερο-ναυτικός, πριν αποπλεύσει, είχε δεχτεί να επιβιβάσει στην «Υπηρέτρα», τη βάρκα του, ένα πουλάρι του κουμπάρου του. Στη διαδρομή, από μια απότομη κλωτσιά του ζώου η βάρκα άρχισε να μπάζει νερά. Ο μπαρμπα-Διομάς παραλίγο να πνιγεί, αν την τελευταία στιγμή δεν τον έσωζε ένα σκάφος που περνούσε. Έτσι επέστρεψε ζωντανός στο σπίτι του, όπου η κόρη του, η Ουρανιώ, τον περίμενε με δάκρυα χαράς.
[Κουλίκας Φώτης]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Σε αυτό το διήγημα ο Παπαδιαμάντης μάς εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου μελαγχολικού, του Κωστή Σταματάκη. Αυτός είχε χάσει τη γυναίκα του και το παιδί του , και έπειτα μαζί με το μικρότερο αδελφό του, έχοντας μια βάρκα, προσπαθούσαν να ζήσουν, μεταφέροντας προϊόντα από το νησί τους σε τόπους μακρινούς. Σε ένα ταξίδι τους, λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής, η βάρκα τσακίστηκε και τα δυο αδέλφια βρέθηκαν μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα. Ο μικρότερος αδελφός κατάφερε με κόπο να σκαρφαλώσει σε μια απόκρυμνη πλευρά ενός άγνωστου μέρους, όπου τον φρόντισαν και, όταν συνήλθε, τον έστειλαν πίσω στον τόπο του. Ο μεγάλος αδελφός, ο Κωστής Σταματάκης,  δεν είχε την ίδια τύχη. Το νεκρό κορμί του, μετά από δέκα μέρες, αφού διένυσε περίπου σαράντα μίλια, κατέληξε να ξεβραστεί στον τόπο που αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο. Η θάλασσα τον πόνεσε και, προφανώς λυπημένη για όλη την οδυνηρή πορεία της επίγειας ζωής του, τον αντάμειψε οδηγώντας το άψυχο κορμί του στον αγαπημένο του τόπο. Έτσι ο αδικοχαμένος Κωστής Σταματάκης θάφτηκε στον πιο ακριανό τάφο του κοιμητηρίου, για να μπορεί να αγναντεύει ήρεμος πια, και να ακούει όλα όσα αγάπησε. Ήταν ίσως το πιο όμορφο «μεγάλο ταξίδι» που έκανε ποτέ…   
[Κουρούπη Θωμαή]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Οι πρωταγωνιστές του διηγήματος είναι ένα πλήθος παιδιών που περνούν τις ευχάριστες διακοπές του Πάσχα παίζοντας ξέγνοιαστα στο δάσος, άλλα ήσυχα και άλλα κάνοντας σκανταλιές. Ο Μιχάλης Βεργής, ένας από τους μάγκες της παρέας, με μια βέργα κυνηγούσε τον Κώστα, με αποτέλεσμα να πέσει κάτω και να χτυπήσει το πόδι του. Εκείνη τη στιγμή η γιαγιά του παιδιού βρέθηκε σ’ εκείνο το μέρος και είδε τον εγγονό της χτυπημένο. Μάλωσε το Μιχάλη και του έριξε κατάρες. Όλα τα παιδιά ξαφνιάστηκαν και απομακρύνθηκαν. Το Μεγάλο Σάββατο, αφού όλοι πήγαν στην εκκλησία, ο παπάς, ο οποίος είχε μάθει το γεγονός, αρνήθηκε να μεταλάβει τη γριά προς ένδειξη τιμωρίας και ανέφερε παραδείγματα από ανθρώπους που καταριούνται συνανθρώπους τους, αλλά στο τέλος τιμωρούνται οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν και ο Μιχάλης είχε τιμωρηθεί από το Θεό.
[Κρόι Τζούλια]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Πολλά χρόνια πριν, ο καπετάν Γιαννάκος ο Συρμαής ήθελε για γυναίκα του μια πολύ όμορφη γυναίκα, την Κοκκώνα Αννίκα. Αρραβωνιάστηκαν και θέλησαν να χτίσουν ένα κομψό σπίτι στο νησί της Σκιάθου. Ωστόσο η γυναίκα πέθανε και οι εργασίες για την κατασκευή του σπιτιού σταμάτησαν. Εν τω μεταξύ ο Παλούκας, ένας άνεργος μπεκρής άντρας, αποφάσισε να κρυφτεί εκεί στο εγκαταλελειμμένο σπίτι, για να τρομάζει τα παιδιά και να τους παίρνει όλα τα χρήματα, για να μπορεί αυτός να τα ξοδεύει στο πιοτό. Αφού σταμάτησε την πρώτη, τη δεύτερη, την τρίτη και ούτω καθεξής «ζυγιά» παιδιών, όπως συνήθιζε να λέει, και τους έπαιρνε τα χρήματα, τα παιδιά νόμισαν ότι ήταν κάποιο φάντασμα από της Κοκκώνας το σπίτι. Όταν όμως κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται για φάντασμα αλλά για άνθρωπο, αποφάσισαν να τον κυνηγήσουν με τις πέτρες, για να μην τους ξαναενοχλήσει. Καθώς έτρεχε ο Παλούκας, για να ξεφύγει, του έπεσαν όλα τα λεφτά. Ο Αγγελής, ένα από τα παιδιά, μάζεψε τα λεφτά, ενώ οι άλλοι συνέχισαν το κυνηγητό.
[Κύρος Κώστας]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
          Στο διήγημα «Όνειρο στο κύμα» ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναφέρεται στη ζωή ενός εφήβου. Συγκεκριμένα, ήταν ένα φτωχό βοσκόπουλο, δεκαοχτώ χρονών, απαίδευτος, και παρ’ όλα αυτά ευτυχής. Όμως μετά τον πήρε ο γηραιός πάτερ Σισωής και τον μόρφωσε. Αυτός ο παπάς ήταν διδάσκαλος και στα χρόνια της Επανάστασης ήταν μοναχός και διάκονος. Ο νεαρός λοιπόν, αφού έμαθε γράμματα, στάλθηκε ως υπότροφος σε μια ιερατική σχολή και περί το εικοστό έτος της ηλικίας του βγήκε από το πανεπιστήμιο δικηγόρος. Αλλά μέχρι να συμβούν όλα τα παραπάνω, δηλαδή κατά το έτος 187... ήταν «φυσικός άνθρωπος» και βοσκούσε τις κατσίκες της Μονής του Ευαγγελισμού στα παραθαλάσσια όρη, σε ένα κτήμα, που ονομαζόταν «Ξαρμένο». Δίπλα σ’ αυτό είχε μόνιμο γείτονα τον κυρ Μόσχο, έναν μικρό άρχοντα, ο οποίος ζούσε με την ανιψιά του, τη Μοσχούλα, την οποία είχε υιοθετήσει, σε έναν ψηλό δίπατο πύργο. Ένα απόγευμα, ο νεαρός ήρωας, καθώς είχε κατεβάσει τις κατσίκες του στον αιγιαλό, θέλησε να κολυμπήσει στη θάλασσα. Έτσι, αφού άφησε το κοπάδι του λίγο πιο πάνω, για να βοσκήσει, έβγαλε ο ίδιος το πουκάμισό του και έπεσε στη θάλασσα, αλλά φοβούμενος μήπως φύγουν τα ζώα αμέσως βγήκε έξω. Τη στιγμή εκείνη, ενώ προχωρούσε προς το κοπάδι, άκουσε ένα σώμα να πέφτει στη θάλασσα. Ήταν η Μοσχούλα, η ανιψιά του κυρ Μόσχου. Επειδή όμως ντρεπόταν να γίνει αντιληπτός, έμεινε ακίνητος και κρυμμένος σε ένα θάμνο, περιμένοντας τη Μοσχούλα να φύγει. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, έριχνε κλεφτές ματιές προς το μέρος της Μοσχούλας, που κολυμπούσε στη θάλασσα, στο σεληνόφωτο, και στα μάτια του φάνταζε σαν όνειρο, που έπλεε στο κύμα. Δυστυχώς τον πρόδωσε η Μοσχούλα η κατσίκα του, που άρχισε να βελάζει. Τότε η νεαρή κοπέλα έστρεψε προς το μέρος του και άφησε μια κραυγή φόβου, κι έπειτα μια δεύτερη, πιο έντονη. Συγχρόνως το βοσκόπουλο την έβλεπε να βυθίζεται στο νερό. Χωρίς να χάσει χρόνο, πήδηξε στη θάλασσα, την πήρε στην αγκαλιά του και την έβγαλε έξω. Τελικά η Μοσχούλα έζησε, αλλά έκτοτε δεν την είχε ξαναδεί ο νεαρός, ενώ η ομώνυμη κατσίκα του πνίγηκε από το σκοινί με το οποίο την είχε δέσει στο θάμνο.
[Λάγκη Αλεξάνδρα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Το διήγημα αναφέρεται σε μια νέα δασκάλα, που λέγεται Ευανθία, από τη Σκιάθο. Αυτή, ένα Σάββατο πρωί, κατευθυνόταν προς το σχολείο, με συνοδό τη μικρή Ουρανία, για να το ανοίξουν. Λεγόταν σε όλο το χωριό πως τα κορίτσια στο σχολείο μάθαιναν πολλά και διάφορα πράγματα, όπως γράμματα, χειροτεχνήματα, τραγούδια, και κάνανε ακόμη και γυμναστική. Αφού άνοιξε η πόρτα και όλα τα κορίτσια μπήκαν στην τάξη για μάθημα, η μικρή Ουρανία με δυνατή φωνή και κραυγές εκπλήξεως φώναξε τη δασκάλα, να της πει και να της δείξει κάποια περίεργα και τρομακτικά πράγματα που βρίσκονταν πάνω στην έδρα. Και λέγανε πως αυτά ήταν μάγια, όμως η δασκάλα δεν τα πίστευε και γέλασε. Μετά πρόσταξε την Ουρανία να τα πετάξει έξω, αλλά η Ουρανία δεν ήθελε, γιατί φοβόταν. Τότε μπαίνει στην τάξη μια άλλη δασκάλα με τη μητέρα της, η οποία λεγόταν Ευθαλία, και απορούσε με τα αντικείμενα που αντίκρισε, καθώς και η μητέρα της, και ρώτησαν τη δασκάλα γιατί βρίσκονται εκεί πέρα. Τότε η Ευανθία εξήγησε ότι τα ήθελε για ένα μάθημα, αλλά εκείνες δεν την πίστευαν, γιατί τα κορίτσια φώναζαν πως της είχανε κάνει μάγια και είπαν να φέρουν τον παπά του χωριού, για να αγιάσει το χώρο. Αφού ο παπάς ήρθε και άγιασε το χώρο, δεν κάνανε μάθημα. Όμως η Ευανθία σκεφτόταν και απορούσε από μέσα της ότι εκείνη την ημέρα είχε αφήσει τα κλειδιά σε δύο κορίτσια, για να καθαρίσουν την τάξη, και τέλος σκεφτόταν μήπως είχαν κάνει εκείνες τα μάγια.
[Λαζάι Κατερίνα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
          Το διήγημα αφορά στην ιστορία μιας έφηβης, της Ματούλας. Η νεαρή αυτή ήταν κόρη μιας πλούσιας οικογένειας και μεγάλωνε τόσο αυτή όσο και τα μικρότερα αδελφάκια της με τη φροντίδα της νταντάς τους, της Φωτεινής. Ήταν ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς, και η Φωτεινή, η Ματούλα, και τα μικρά αδελφάκια της είχαν ξεκινήσει για την εξοχή, για να μαζέψουν λουλούδια και να περάσουν τη γιορτινή αυτή μέρα στους αγρούς. Πήγαιναν συγκεκριμένα στο εξοχικό της οικογένειας, στο λόφο του Δραγασίου. Καθώς η Φωτεινή και τα παιδιά πήγαιναν λοιπόν σε αυτό το κτήμα, διασταυρώθηκαν με έναν νεαρό, που επέστρεφε ήδη, κρατώντας κι ένα μάτσο αγριολούλουδα. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τη Ματούλα, κάτι καθόλου παράξενο, αφού η κοπέλα ήταν δεκαεφτά χρονών και πολύ όμορφη. Η Φωτεινή αμέσως κατάλαβε το ενδιαφέρον του νεαρού για τη Ματούλα και το ανέφερε στη νεαρή κοπέλα. Η Ματούλα ούτε που υποψιαζόταν κάτι τέτοιο, αλλά άρχισε να το σκέφτεται. Ωστόσο είχαν φτάσει στο εξοχικό και τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ο Στάθης, ένα από τα πιο μικρά αδελφάκια της Ματούλας, ήθελε να πάει να κόψει κρυφά μια αγκινάρα από το περιβόλι και να τη φάει. Καθώς λοιπόν ο Σταθάκης έσκυψε, βρήκε ένα ραβασάκι ερωτικό, που απευθυνόταν στη Ματούλα και ο αποστολέας ήταν ο Κωστής, ο Έρωτας, όπως αποκαλούσε η Φωτεινή το νεαρό που είχαν συναντήσει νωρίς το πρωί. Το γράμμα, εκτός από την ερωτική διάθεση του νεαρού, της αποκάλυπτε ότι κινδύνευε και ότι έπρεπε να προσέχει. Αργότερα η Φωτεινή ζήτησε από όλα τα παιδιά να πάνε να μαζέψουν λουλούδια, όμως η Ματούλα ήθελε να μείνει μόνη της, για να πάει σε ένα καλυβάκι που είχαν πιο πέρα. Έτσι και έγινε. Η κοπέλα πήγε στο καλύβι, αλλά εκεί εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με βρώμικο παρουσιαστικό και κοφτερά δόντια. Ήταν ο Αγρίμης, ο λυκάνθρωπος που έλεγαν στο χωριό. Κανείς ποτέ δεν τον είχε δει και ζούσε λίγο πιο μακριά από το εξοχικό της οικογένειας. Αυτός είχε άσχημες διαθέσεις και προσπάθησε να βιάσει το κορίτσι, που αγωνιζόταν με όσες δυνάμεις είχε να φωνάξει και να ξεφύγει. Για καλή της τύχη εμφανίστηκε εγκαίρως ο Κωστής, τον χτύπησε και η κοπέλα γλίτωσε. Όμως το περίεργο ήταν πώς βρέθηκε ο Κωστής τη συγκεκριμένη στιγμή εκεί. Το προηγούμενο βράδυ, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο ερωτευμένος Κωστής είχε πάει στην Ασημένια, μια χήρα που ήξερε να λέει τα χαρτιά και να μαντεύει τα μελλούμενα από το αβγό. Αυτή λοιπόν τον είχε προειδοποιήσει ότι η κοπέλα που τον αφορά θα ήταν σύντομα σε κίνδυνο. Έτσι αυτός την άλλη μέρα φρόντισε να βρίσκεται εκεί την κατάλληλη στιγμή. Αφού λοιπόν η κοπέλα σώθηκε από τον νεαρό, ο πατέρας της θεώρησε καλό να τους παντρέψει, μιας και ο Κωστής ήταν ο σωτήρας της κόρης του. Τρεις μήνες μετά έγινε ο γάμος κι έτσι η Ματούλα παντρεύτηκε μέσα στο καλοκαίρι – Θέρος τον Κωστή – Έρος!
[Λαμπαδαρίδη Εφίνα]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το διήγημα αναφέρεται σε μια εκλογική αναμέτρηση, που θα γινόταν στην περιοχή του αφηγητή. Στη μία παράταξη ,στην οποία ανήκε και ο αφηγητής, αρχηγός ήταν ο γερο-Μαρής ο Βαβδινός, ο οποίος ήταν πλούσιος τοκογλύφος. Πολλοί άνθρωποι είχαν φανατιστεί με αυτό το κόμμα, ενώ ένας από αυτούς ήταν και ο παπάς. Ένα βράδυ, ο αφηγητής με τον καπετάν Αριστείδη πήγαν στο σπίτι του καπετάν Σταμάτη, θείου του αφηγητή, για να τον πείσουν να μην πάρει γραμματικό της επιτροπής το γερο-Κατσουλή, ο οποίος ήταν συνταξιούχος ειρηνοδίκης και προμηνύετο να τα κάνει θάλασσα. Έτσι, γι’ αυτό το λόγο ήθελαν να πάρει τον δικό τους, τον Παπούλια. Τελικά όμως, δεν κατάφεραν να πείσουν το θείο Σταμάτη κι έτσι έφυγαν με κακά μαντάτα από το σπίτι του. Γυρίζοντας από τον καπετάν Σταμάτη, σταμάτησαν έξω από το καπηλειό του Σμυρνιού και έμαθαν πως ο Στεφανής ο Καραντώνης, ο οποίος ήταν του αντίπαλου κόμματος και μεθούσε συνεχώς, από τη μέθη του σκότωσε τον αχώριστό του φίλο, το Σταύρο τον Τσόρναν. Έτσι, η μέρα των εκλογών ανέτειλε βαμμένη στο αίμα, με το θάνατο ενός παλικαριού.
[Λάμπρος Γρηγόρης]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
          Στο διήγημα πρωταγωνιστεί ο Μάνος, ένας εικοσάχρονος ψαράς, που κάθε βράδυ κοιμάται στη βάρκα του, που τη δένει μες στο λιμάνι, ανάμεσα σε δύο βράχους, πάνω από τους οποίους βρίσκεται ένα ερημόσπιτο. Ο Μάνος κάθε βράδυ έβλεπε ένα παράξενο θέαμα, ένα φως, το οποίο δεν ανήκε σε φάρο, δεν ήταν φανάρι ούτε καΐκι. Την ημέρα, στο σημείο αυτό δεν υπήρχε κανένα ίχνος, που να εξηγεί την παρουσία του φωτός τη νύκτα. Προβληματισμένος ο Μάνος ζήτησε τη βοήθεια ενός μεγαλύτερου φίλου, για να πάνε μαζί και να διαπιστώσουν από κοντά περί τίνος πρόκειται. Όσο πλησίαζαν, το φως απομακρυνόταν και τελικά γινόταν άφαντο. Το μυστήριο για τους δύο νέους ήταν μεγάλο και το εμπιστεύτηκαν σε ένα μεγαλύτερο συγχωριανό τους, ο οποίος είχε ήδη παρατηρήσει ότι οι δύο νέοι έβγαιναν κάθε νύχτα από το λιμάνι με τη βάρκα τους. Όταν τους ρώτησε αν και οι δύο βλέπουν το φως, διαπίστωσε ότι μόνο ο Μάνος το έβλεπε. Τότε τους είπε ότι το να βλέπει κανείς πράγματα που δεν είναι ορατά σε όλους είναι σημάδι των καθαρών ανθρώπων, και άρχισε να τους διηγείται μια ιστορία για το ερειπωμένο σπίτι πάνω από το γιαλό. Εκεί κατοικούσε μια όμορφη κοπέλα, η οποία αγαπούσε ένα πριγκιπόπουλο. Το πριγκιπόπουλο της υποσχέθηκε ότι μετά τον πόλεμο θα επέστρεφε τα Χριστούγεννα, για να την παντρευτεί. Όμως αιχμαλωτίστηκε από τους βαρβάρους και παρακάλεσε να γίνει φωτιά του πελάγους, για να φτάσει έγκαιρα στην καλή του. Το φέγγος λοιπόν που έβλεπε ο Μάνος ήταν η ψυχή του πριγκιπόπουλου.
[Λάτκα Κατερίνα]  
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Η ιστορία μας διαδραματίζεται σε μια περιοχή στην Εύβοια, περίπου το 1860. Η Αχτίτσα (Σταχομαζώχτρα) ήταν μια γυναίκα πονεμένη, αφού είχε χάσει το σύζυγό της και τα δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Ο τρίτος γιος της ήταν κάπου στην Αμερική. Είχε δύο ορφανά εγγονάκια, το Γέρο και την Πατρώνα. Έκανε πολλές δουλειές για να ζήσει τα δύο ορφανά. Το κυριότερο εισόδημά της όμως προερχόταν από το σταχομάζωμα, γι’ αυτό και ονομάστηκε Σταχομαζώχτρα. Κάποια Χριστούγεννα, κι ενώ η γυναίκα τα έφερνε βόλτα πολύ δύσκολα, ήρθε κάποιο γράμμα από το γιο της, ο οποίος τής έστελνε χρήματα. Έτσι η χήρα μπόρεσε να συντηρήσει τα δύο εγγονάκια της, που τα αγαπούσε πολύ.
[Λέζο Ευαγγελία]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Η Σκιάθος περιμένει να γιορτάσει την Ανάσταση, μα ο παπάς άφαντος. Αφού ανακαλύπτουν πως έχασε το δρόμο, δύο χωρικοί, ο Σταμάτης και ο Μπαρέκος, αναλαμβάνουν να τον βρουν. Τον βρίσκουν και μαζί του είναι ο μπαρμπα-Κόλλιας, ο αποκαλούμενος Αλιβάνιστος. Πιεζόμενος από μερικούς κατοίκους του νησιού να κάνει μαζί τους Ανάσταση, ο Αλιβάνιστος αποδέχεται την πρότασή τους. Φτάνοντας όλοι στον Αϊ-Γιάννη, η θεία Μολώτα, σαν είδε τον Κόλλια , ταράχτηκε. Θυμήθηκε ένα συμβάν, που συνέβη πριν από χρόνια. Εκείνος τη ζητούσε για γυναίκα του, μα ο πατέρας της δεν τον ήθελε. Κάποια μέρα βρήκε την ευκαιρία ο μπαρμπα-Κόλλιας και τη φίλησε. Όμως, η θεία Μολώτα παντρεύτηκε άλλον και ο ίδιος έφυγε για το βουνό. Από τότε ούτε τον ξαναείδε κανείς αλλά ούτε ήρθε και στην εκκλησία. Γι’ αυτό τώρα η θεία Μολώτα εξομολογήθηκε για το παλιό της «αμάρτημα» και κοινώνησε. Μαζί της και ο μπαρμπα-Κόλλιας. Έτσι δεν ήταν πια αλιβάνιστος.
[Λέντζα Σοφία]
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
        Ένα βράδυ χειμωνιάτικο, φοβερή καταιγίδα έπληξε το νησί. Φτωχικά σπίτια πλημμύρισαν, ενώ ζώα και πτηνά πνίγηκαν. Μετά την καταστροφική βροχή, μανιώδης άνεμος, σχεδόν τυφώνας, παίδεψε το νησί, αλλά απείλησε κυρίως τα καραβάκια των ντόπιων, που ήταν αραγμένα στο λιμανάκι. Ιδιαίτερα κινδύνεψε το νέο καράβι του καπετάν Μήτρου, που ήταν νέος καπετάνιος μα και νιόγαμπρος, γι’ αυτό και κοιμόταν μακριά από το σκαρί του, ένα δρόμο πιο πάνω από την προκυμαία. Για υποφύλακα είχε βάλει το γερο-Κώτσο, άνθρωπο ιδιόρρυθμο, που η γυναίκα του τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι τους. Ωστόσο, δύο ναυτικοί που παρακολουθούσαν την επερχόμενη καταστροφή δεν ειδοποίησαν τον καπετάν Μήτρο εγκαίρως και το πλοιάριο χάθηκε μαζί με το γερο-Κώτσο, που λίγες μέρες πριν είχε πάει σε μια κηδεία και με θυμηδία αντιμετώπισε την ανθρώπινη ματαιότητα, χωρίς να γνωρίζει πως το πεπρωμένο του τού επεφύλασσε να χαθεί άψαλτος και άκλαυτος.
[Χύτας Σωτήρης] 

Δεν υπάρχουν σχόλια: