Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Πάρη Σπίνου, «Ἥρως εἰς ἔρωτα ἁγνόν»

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης λόγω τοῦ μοναχικοῦ βίου του χαρακτηρίστηκε ἀντιερωτικός, μονόχνωτος, ἀνέραστος, ἀνίκανος ν᾿ ἀγαπήσει καὶ ν᾿ ἀγαπηθεῖ. Κι ὅμως, οἱ σύγχρονοι συγγραφεῖς ἐπιδιώκουν νὰ ἀνατρέψουν αὐτὴ τὴν εἰκόνα.

Ἡ πόλη τῆς Σκιάθου, σκηνογραφημένη γιὰ τὴ «Φόνισσα» τοῦ Ἀγγέλου Κοβότσου. Ἡ πόλη τῆς Σκιάθου, σκηνογραφημένη γιὰ τὴ «Φόνισσα» τοῦ Ἀγγέλου Κοβότσου. «Κανεὶς ἄλλος συγγραφέας δὲν μπῆκε τόσο βαθιά, τόσο ἀνυπόδητος στὸ βασίλειο τοῦ ἔρωτα -κι ἂς μὴν ὑπάρχει πουθενὰ ἡ περιγραφὴ ἔστω μιᾶς σκηνῆς ἀπὸ ἐρωτικὴ κλινοπάλη», ἐκτιμᾶ ὁ Κώστας Ἀκρίβος, ὁ ὁποῖος ἐπιμελήθηκε τὴ συλλογὴ «Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες! Ἑπτὰ ἀγαπητικὰ διηγήματα τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη», ποὺ πρόσφατα κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «Μεταίχμιο» μὲ ζωγραφιὲς Δημήτρη Μοράρου.
Ὁ δὲ Χριστόφορος Λιοντάκης ἐπιχειρεῖ νὰ μουντζουρώσει «τὸ φωτοστέφανο τῆς ἁγιοσύνης» τοῦ σκιαθίτη λογοτέχνη σημειώνοντας στὸν πρόλογο τοῦ φρεσκοτυπωμένου βιβλίου «Ἐρωτικὸς Παπαδιαμάντης» (ἐκδόσεις «Πατάκης») ὅπου ἀνθολογεῖ 28 διηγήματα: «Ὁ ἀποσυνάγωγος Παπαδιαμάντης δημιούργησε ἕνα ἐρωτικὸ σύμπαν, ὅπου ἵπτανται καὶ πλέουν ἀθῶες κορασίδες, λαϊκὲς θυγατέρες, ἐρωτόβρυτοι ἡλιοκαεῖς αἰπόλοι, θαλασσινοὶ μὲ τὴν ἅλμη στὸν τράχηλο, λαϊκοὶ ἀπόκληροι: μοναχικοὶ μονόλογοι, μορφὲς ὅπου ἡ κρυφὴ πληγή του, μαζὶ μὲ τὴν ἐρωτικὴ λύπη, σμίλεψαν τὸ μυστικό του ἀρχαϊκοῦ μειδιάματος».
Στὸν ἐρωτικό του κόσμο συνυπάρχουν τὸ πάθος, ἡ θλίψη καὶ ἡ ἐγκαρτέρηση. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἐξομολόγηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ διήγημα «Ἡ Φαρμακολύτρια», ὅπου ὁ 77χρονος ἥρωας ὁμολογεῖ στὴν Ἁγία Ἀναστασία «τὸ ἑρπετὸν πάθος, τὸ δολερόν», γιὰ τὴν ξαδέρφη του.
Τραγικὸ τῆς ἀγάπης πρόσωπο, alter ego τοῦ συγγραφέα θεωρεῖ ὁ Κ. Ἀκρίβος τὸν μπάρμπα-Γιαννιὸ στὸ διήγημα «Ἔρωτας στὰ χιόνια». Εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν παντρεμένη γειτόνισσα, ὡστόσο δὲν ἐξωτερικεύει τὰ συναισθήματά του. «Καθὼς δὲν μπορεῖ νὰ ξεπεράσει τοὺς κοινωνικοὺς φραγμούς, ὁ μπάρμπα-Γιαννιὸς ἀναμετριέται μὲ τὸν θάνατο. Μέσα σὲ κακὲς καιρικὲς συνθῆκες, πνίγεται στὸ κρασὶ καὶ στὸ χιόνι».
Ὁ ἐρωτικὸς πόθος, καλὰ κρυμμένος στὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, εἴτε ἀπὸ δειλία εἴτε ἀπὸ σεμνότητα χαρακτηρίζει πολλὰ ἀπὸ τὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. «Ἀντικατοπτρίζουν καταστάσεις ποὺ ἔζησε ὁ ἴδιος ἢ γεγονότα ποὺ φιλτράρονται μέσα ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία του καὶ ἐκφράζουν τὴν πίκρα, τὴ στενοχώρια, τὴν ἀπογοήτευση», μᾶς λέει ὁ Κ. Ἀκρίβος. «Ἄλλωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ ζωή του ἦταν γεμάτη στερήσεις».
Στὸ «Ὄνειρο στὸ κύμα» ὁ συγγραφέας περιγράφει τὸ θαυμασμὸ τοῦ μικροῦ βοσκοῦ γιὰ τὴν κόρη ποὺ κολυμπᾶ: «Ἦταν νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων...», ἐνῶ θέτει «τὴν ἔννοια τῆς θυσίας ὅταν ὁ ἥρωας θὰ βουτήξει στὰ κύματα γιὰ νὰ τὴ σώσει».
Στὸ «Ἔρως-ἥρως», πάλι, ὁ νεαρὸς βαρκάρης αἰσθάνεται «σπαραγμὸν ἀπερίγραπτον» γιὰ τὴ μικρὴ Ἀρχόντω ποὺ πρόκειται νὰ παντρευτεῖ ἕναν κατὰ πολὺ μεγαλύτερό της. Μὲ τὴ φαντασία τοῦ κάνει σενάρια πὼς εἶναι μαζί, ὡστόσο στὸ τέλος συμμορφώνεται: «Κατέστειλε τὸ πάθος, ἐπραΰνθη, κατενύγη, ἔκλαυσε κ᾿ ἐφάνη ἥρως εἰς τὸν ἔρωτά του-ἔρωτα χριστιανικόν, ἁγνόν, ἀνοχῆς καὶ φιλανθρωπίας».
Ὁ Χρ. Λιοντάκης χωρίζει τὰ ἐρωτικὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη σὲ δύο βασικὲς κατηγορίες: «Ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐξιστορεῖ προσωπικὲς ἐρωτικὲς ἱστορίες καὶ περιπέτειες καὶ ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα περιγράφει ἐρωτικὲς ἱστορίες τῶν ἡρώων του. Στὰ πρῶτα κυρίαρχα χαρακτηριστικὰ εἶναι: ὁ ρεμβασμός, ἡ νοσταλγία, τὸ ἀνεκπλήρωτο, ἡ ματαίωση, οἱ ποιητικὲς ἐξάρσεις καὶ τὸ λυρικὸ παραλήρημα». («Ὁλόγυρα στὴ λίμνη», «Ρόδινα ἀκρογιάλια», «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν» κ.ἄ.).
Ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ φύση
Στὴ δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν διηγήματα μὲ ἥρωες κυρίως ἐρωτοχτυπημένους νεαροὺς ποὺ βασανίζονται ἀπὸ ἀνεκπλήρωτους ἢ ματαιωμένους ἔρωτες («Ἡ Νοσταλγός», «Γιὰ τὴν περηφάνεια» κ.ἄ.). Σὲ ἄλλα ὅπως «Ἡ βλαχοπούλα», «Θέρος-Ἔρος» μιὰ λυρικὴ ἐρωτικὴ περιπέτεια ἔχει αἴσια κατάληξη. Καί, τέλος, ὑπάρχουν τὰ διηγήματα «ὅπου μὲ ἀφορμὴ τὸν ἔρωτα καὶ τὸ γάμο στηλιτεύονται κοινωνικὲς ἀδικίες καὶ ἀδιέξοδα, προλήψεις, περίεργοι γάμοι, χωρισμοί: «Οἱ κουκλοπαντρειές», «Ὁ Καλόγερος», «Τὸ τυφλὸ σοκάκι» κ.ἄ.».
Ὡστόσο, τὸ θεμελιῶδες στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ εἶναι ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ φύση. «Εἶναι τὸ φόντο σὲ ὅλα τα διηγήματά του, ποὺ προσφέρει ἀφειδῶς τὸ στοιχεῖο τῆς ἀθωότητας. Ἐκεῖ ὁ Παπαδιαμάντης αἰσθάνεται πλήρης, ἐκεῖ ὁ ἔρωτας ἔχει ἀνταπόκριση, γιατὶ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἀμφίδρομος», ἐπισημαίνει ὁ Κ. Ἀκρίβος.
Ἄλλωστε, ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ Χρ. Λιοντάκης: «Μέσα στὴ φύση ὁ Παπαδιαμάντης ἐκστασιάζεται ὅπως ἕνα μυστικὸς μπροστά σε ἕνα θεῖο ὅραμα. Ἠλεκτρίζεται, τῆς ἀφήνεται καὶ τοῦ ἀφήνεται, τὴν ἀφομοιώνει καὶ τὸν ἀφομοιώνει. Γίνονται ἕνα...»

Πηγή: Εφημ. Ελευθεροτυπία, Ἑπτά, Παρασκευὴ 31 Δεκεμβρίου 2010