Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἡ κριτική, της Ελισάβετ Κοτζιά

Πῶς διαβάστηκε ὁ Παπαδιαμάντης ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του καὶ πῶς ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους; Μέσῳ ποιῶν διηγημάτων καθιερώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου ποὺ κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Ξενόπουλου τὸν θεώρησε «πρῶτο καὶ ἀνυπέρβλητο»; Καὶ γιατί ἀκριβῶς τὸν θεώρησε πρῶτο; Μὲ ποιὰ ἄλλωστε κριτήρια τὸν διάβασε καὶ τὸν ἀξιολόγησε ἡ λογοτεχνικὴ κριτική; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θέτει ἡ Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη ὡς ἄξονες στὴ μελέτη ποὺ προτάσσει στὴν ἀνθολογία κριτικῶν κειμένων «Εἰσαγωγὴ στὴν πεζογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη» - μιὰ ἀνθολογία ἡ ὁποία περιλαμβάνει 45 κριτικὰ κείμενα γιὰ τὸν Σκιαθίτη διηγηματογράφο σὲ ἀκέραια ἢ ἀποσπασματικὴ μορφή, ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ χρονικὸ φάσμα κατὰ τὸ ὁποῖο γράφτηκαν κριτικὲς γιὰ τὸ ἔργο του (Πανεπιστημιακὲς Ἐκδόσεις Κρήτης, σέλ. 606).
Εἶναι γνωστό, διαπιστώνει ἡ μελετήτρια, ὅτι ὅσο ζοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶδε βιβλίο του τυπωμένο. Τὸ κοινὸ ἑπομένως τὸν γνώρισε μέσα ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες καὶ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Ὁ Ξενόπουλος ἄλλωστε ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ παπαδιαμαντικὰ ἔργα ἱκανοποιοῦσαν τὶς προσδοκίες τῶν ἀναγνωστῶν. Μὲ τὶς παρενθέσεις ὅμως καὶ τὶς ὑποσημειώσεις του, ὁ Παπαδιαμάντης ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ ἀνατρέψει τὸν διαμορφωμένο ἀναγνωστικὸ ὁρίζοντα, γεγονὸς ποὺ τὸν ἔκανε, ἐκτὸς ἀπὸ συγγραφέα τῶν πολλῶν, καὶ συγγραφέα τῶν ὀλίγων. Δὲν ἐδιάβαζαν συνεπῶς ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες, καταλήγει ἡ Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, τὸν ἴδιο Παπαδιαμάντη.
Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐπώνυμους κριτικοὺς - ὁ Παλαμᾶς, ὁ Νιρβάνας ἢ ὁ Ξενόπουλος - δὲν ἀντιλήφθηκε τὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο ὡς ἔργο ἠθογραφικὸ καὶ μόνον, τὸ ὁποῖο ἀπεικονίζει φωτογραφικὰ τὴν ἀγροτικὴ κοινότητα, ἀλλὰ ὅλοι τους στάθηκαν στὸν ποιητικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σκιαθίτης διηγηματογράφος ἀπέδωσε τὴν πραγματικότητα. Δυὸ ὑπῆρξαν ἐξάλλου τὰ καίρια προβλήματα ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν κριτική, ἡ παπαδιαμαντικὴ γλώσσα καὶ ὁ τρόπος ποὺ τὸ ἔργο ἀποτύπωσε τὴν ἐθνικὴ-λαϊκὴ ψυχή. Ἡ γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη δίχασε τὴν κριτική: Ὁ K. Χατζόπουλος χαρακτήρισε τὴν καθαρεύουσά του σχολαστική, ὁ Ἄ. Τερζάκης προβληματική, ὁ Μ. Μ. Παπαϊωάννου ἀδρανῆ ἐπιβίωση τοῦ παρελθόντος καὶ ὁ Π. Μουλλᾶς ἀνυπόταχτη ντυμένη τὸ καθαρευουσιάνικο φόρεμά της. Ὁ Τ. Ἄγρας τὴ θεώρησε ἀντιθέτως γλῶσσα μὲ ἱστορία αἰώνων, ὁ Ὁ. Ἐλύτης θησαυρισμένη ἀπὸ ἀπανωτὰ στρώματα παιδείας καὶ οἱ Ζ. Λορεντζᾶτος καὶ Ν. Β. Τωμαδάκης γλώσσα ποὺ ἀρνεῖται νὰ ὑποκύψει στὴ μονοχρωμία τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης ἐκφορᾶς.
Ὁ Παπαδιαμάντης θεωρήθηκε ἀκόμα ἐκφραστὴς τῆς ἐθνικῆς - λαϊκῆς νεοελληνικῆς ψυχῆς. Ὁ Γρ. Ξενόπουλος τὸν χαρακτήρισε φορέα τῆς ρωμέικης λαϊκῆς ψυχῆς, ὁ Παλαμᾶς ἐκφραστῆ τῆς νέας ἑλληνικῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς ὑπερβατικῆς σύνθεσης τῶν ἀντιθέσεων καὶ ὁ T. Ἄγρας ἐκφραστὴ τῆς μυστικῆς, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴν ἡρωική, νεοελληνικὴ ψυχή. H ἀπουσία αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ ἀντιστασιακοῦ ἤθους εἴτε ταυτίστηκε θετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὀρθόδοξης Χριστιανοσύνης (Ζ. Λορεντζᾶτος, Κ. Μπαστιᾶς, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναρᾶς) εἴτε ταυτίστηκε ἀρνητικὰ μὲ τὴ μοιρολατρικὴ πίστη καὶ τὸν ῥαγιαδισμό. H ἀπουσία ἡρωικοῦ ἀντιστασιακοῦ στοιχείου χαρακτηρίστηκε ἔτσι ἀπὸ τοὺς ἀριστεροὺς Ν. Ζαχαριάδη καὶ Μ. Μ. Παπαϊωάννου ὡς στοιχεῖο καλλιτεχνικῆς ἀνεπάρκειας, ἐνῶ υἱοθετώντας πνεῦμα συμβιβαστικὸ ὁ Γ. Βαλέτας θεώρησε ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τὸ ποίμνιο ἑνὸς Χριστοῦ ποὺ μεταφέρει τὴ λαϊκή του ἐπαγγελία στὴν ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα. Τμῆμα τῆς γενιᾶς τοῦ ῾30 υἱοθέτησε τέλος τὴ ῥομαντικὴ ἄποψη ὅτι ἡ παπαδιαμαντικὴ κοινότητα ἐκφράζει τὸν πρωτογονικὸ λαὸ ποὺ ὄχι μόνον ἀποτελεῖ μέρος τῆς φύσης, ἀλλὰ παίζει σὲ μικρογραφία τὰ παντοτινὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο προκάλεσε ὁρισμένους μελετητὲς νὰ τὸ προσεγγίσουν χρησιμοποιώντας τὰ ἐργαλεῖα τῆς ψυχαναλυτικῆς κριτικῆς (Π. Μουλλᾶς καὶ Γκὺ Σωνιέ), ἐνῶ ἡ ἀνάγνωση τοῦ Λ. Προγκίδη βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς ἀνάγνωσης τοῦ Z. Λορεντζάτου. Ὁ Προγκίδης δὲν ἀνακαλύπτει στὸν Παπαδιαμάντη, παρατηρεῖ ἡ Φαρίνου-Μαλαματάρη, τὴν ἔξαρση τοῦ Βυζαντίου ἀλλὰ τὴν κοσμικὴ ἀναγέννηση, ἡ ὁποία ἐφηῦρε τὸ μυθιστόρημα, τὸ ἀνθρώπινο μυστήριο καὶ τὴν ἀτομικὴ μοναδικότητα. H μελετήτρια παρατηρεῖ ἐπίσης ὅτι, ἐνῶ ἀρχικὰ ὁ Παπαδιαμάντης ὑπῆρξε ὁ ἀγαπημένος τῶν ποιητῶν, στὰ μεταπολεμικὰ χρόνια ἔγινε ὁ ἀγαπημένος τῶν πεζογράφων ὅπως εἶναι οἱ Δ. Χατζῆς, Γ. Ἰωάννου, Ἀλ. Κοτζιᾶς, Χρ. Μηλιώνης καὶ Ἠ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος.
Ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες ἑξαιρέσεις, οἱ πεποιθήσεις τῶν ἀναγνωστῶν, καταλήγει ἡ μελετήτρια, πάντοτε ἐπηρέασαν τὴν ἀξιολόγηση τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου. Ὅσοι ἔτσι συμφωνοῦσαν μὲ τὶς θέσεις του ἔβρισκαν ἰδιοφυῆ καὶ τὴ μορφὴ τῶν κειμένων, ἐνῶ ὅποιοι διαφωνοῦσαν, ἔβρισκαν ἐλαττώματα καὶ στὴ μορφή. H ἀνάγνωση τοῦ Παπαδιαμάντη, καταλήγει, ἀπαιτεῖ τὸ συνδυασμὸ τοῦ αἰσθητικοῦ καὶ τοῦ κριτηρίου τοῦ περιεχομένου, ἐνῶ ὁ περιορισμὸς σὲ ἕνα μονάχα κριτήριο σημαίνει ἀπώλεια. Ὅπως ἐξάλλου κάθε ἄξιο λογοτεχνικὸ ἔργο, τὸ παπαδιαμαντικὸ κείμενο ἔχει ἐνσωματωμένα στοιχεῖα ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ τὸ διαβάζουμε καὶ ἐκτὸς τῶν περιστάσεων ποὺ ὁδήγησαν στὴ γραφή του.

Ἄρθρο στὴν Καθημερινή,
Κυριακὴ 12 Ἰουνίου 2005


Δεν υπάρχουν σχόλια: